Αρχαίες μαρτυρίες για ίου τρόπο εξόρυξης των μαρμάρων δεν υπάρχουν, αλλά, από ευρήματα και διαπιστώσεις στα αρχαία λατομεία που διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα, φαίνεται ότι η εξόρυξη δε διέφερε και πολύ από εκείνη που εφάρμοζαν οι λατόμοι, μέχρι πριν λίγα χρόνια, πριν δηλαδή γενικευτεί η χρήση των σύγχρονων μηχανημάτων εξόρυξης (συρματοκοπές, εξοπλισμός πεπιεσμένου αέρα, μηχανήματα φόρτωσης μεγάλης ισχύος κ.ά.).
Τα αρχαία λατομεία διακρίνονταν σε επιφανειακά και υπόγεια, όπως ήταν εκείνο της Πάρου, όπου εξορυσσόταν ο “λυχνίτης λίθος”. Επίσης υπήρχαν λατομεία που τα άνοιγαν νια να φτιάξουν ένα συγκεκριμένο έργο, καθώς και μεγάλα οργανωμένα Λατομεία όπου εξορυσσόταν μάρμαρο για διάφορα έργα και πολλές φορές μεταφερόταν σε μεγάλες αποστάσεις. Τα μεγάλα αυτά αρχαία λατομεία, στο μεγαλύτερο ποσοστό έχουν καταστραφεί από μεταγενέστερες εκμεταλλεύσεις, αφού κατά κανόνα όπου υπήρχε λατομείο οι μεταγενέστεροι συνέχιζαν την εκμετάλλευση του.
Στα υπαίθρια λατομεία η απόσπαση των όγκων γινόταν με τη δημιουργία κατακόρυφων και οριζόντιων αυλακιών με πριόνι και άμμο. Στη συνέχεια άνοιγαν σε αυτά υποδοχές για σφήνες από σιδερό ή ξερό ξύλο, το οποίο όταν βρεχόταν διογκωνόταν και βοηθούσε στην απόσπαση του όγκου από το μητρικό πέτρωμα.
Όπως υποστηρίζει ο Γάλλος TONY KOZELJ, της αποστολής της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής που εργάζεται στη Θάσο, δεν είναι σωστό αυτό που λέγεται ότι οι αρχαίοι έ6γαΖαν τα μάρμαρα με ξύλινες σφήνες που τις έβρεχαν για να “φουσκώσει” το ξύλο και να κοπεί έτσι το μάρμαρο. Κατά τον TONY KOZELJ οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν τις ξύλινες σφήνες, 25 – 27 εκατ., μόνο στα λατομεία του σχιστόλιθου και ασβεστόλιθου.
Έβαζαν τις ξύλινες σφήνες στο νερό να φουσκώσουν όλη τη νύχτα και μετά τις άφηναν όλη την ημέρα στον ήλιο για να ξεραθεί το ξύλο. Έτσι το ξύλο γινόταν πολύ ξερό και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την εξόρυξη της πέτρας, όχι όμως και του μαρμάρου. Στα λατομεία μαρμάρου χρησιμοποιούσαν πάντα μεταλλικές σφήνες. Ο TONY KOZELJ έχει υπολογίσει ότι χρειάζονταν 22 ώρες συνεχούς δουλειάς από δύο άτομα για να ανοίξουν οι αρχαίοι αυλάκι μήκους 1 μέτρου και να κάνουν τις τρύπες για τις σφήνες.
Με την εξόρυξη του όγκου ακολουθούσε η πρώτη λάξευση ή “πελέκησης”. Με τον τρόπο αυτό έφευγε το περιττό βάρος και γινόταν ευκολότερη η μεταφορά. Τα κιονόκρανα, οι κολόνες και διάφορα μισοτελειωμένα αγάλματα που βρέθηκαν σε αρχαία λατομεία μαρμάρου, ενισχύουν αυτή την πεποίθηση.
Η μεταφορά των ογκόλιθων από το λατομείο στο εργαστήριο ονομάζονταν από τους αρχαίους “λιθαγωγία” ή “κομιδή” και δεν ήταν πάντα εύκολη, γιατί πολύ συχνά η απόσταση ήταν μεγάλη και το έδαφος ορεινό και ανώμαλο, ενώ άλλες φορές μεσολαβούσε η θάλασσα. Συνήθως για μικρές και ορι-Ζόντιες αποστάσεις και για όγκους όχι μεγάλους χρησιμοποιούσαν φάλαγγες ή σκυτάλες, δηλαδή ξύλινους κυλίνδρους (κατρακυλώ).
Από τις πλαγιές των βουνών και γενικότερα από κεκλιμένα επίπεδα η μεταφορά γινόταν πάνω σε ξύλινες εσχάρες ή χελώνες, τις “ξυλογαϊδούρες” με τη βοήθεια μοχλών. Στις σχάρες αυτές ήταν δεμένη η μια άκρη σχοινιών τα οποία ξετυλίγονταν αργά · αργά από σταθερούς πασσάλους ή δέντρα για να συγκρατείται το βάρος από απότομη κατολίσθηση. Στην περίπτωση μεγαλύτερων αποστάσεων με μικρή κλίση χρησιμοποιούνταν τετράτροχες άμαξες που τις έσυραν “Ζεύγη βοών ή ημιόνων”.
Ο Ηρών ο Αλεξανδρεύς (Μηχαν. III, 9, 220) μνημονεύει και έναν άλλο τρόπο μεταφοράς μαρμάρων από την κορυφή ψηλών βουνών: κατασκευάζονται δύο δρόμοι που πάνω τους κινούνται δύο τετράτροχες άμαξες, από τις οποίες η μία τοποθετείται στο ψηλότερο σημείο του δρόμου που θα κυλήσει ο όγκος και η άλλη στο χαμηλότερο σημείο του δεύτερου δρόμου. Σε σταθερό σημείο ανάμεσα στους δύο δρόμους μπαίνουν πάσσαλοι και δένονται από την άμαξα που μεταφέρει τον όγκο πάνω από τους πασσάλους σχοινιά τα οποία κατεβαίνουν προς την κατώτερη άμαξα.
Την άμαξα αυτή φορτώνουν με λατύπη που προέρχεται από την επεξεργασία του μεγάλου δόμου. Η άμαξα βαραίνει και κατόπιν Ζώα την τραβούν προς τα πάνω, δημιουργώντας ένα αντίβαρο που μετακινεί το μεγάλο δόμο προς τα κάτω.
Την ανύψωση των όγκων του μαρμάρου για να τοποθετηθούν πάνω στις άμαξες πετύχαιναν οι αρχαίοι με ειδικές μηχανές, τις οποίες περιγράφει ο Ηρών ο Αλεξανδρεύς: τις μονόκωλες (με στήριγμα ενός δοκαριού), τις δίκωλες (με στήριγμα δύο δοκαριών), τις τρίκωλες (με στήριγμα τριών δοκαριών) και τις τετράκωλες (με στήριγμα τεσσάρων δοκαριών). Τα δοκάρια λειτουργούσαν με το σύστημα της τροχαλίας.
Η θαλάσσια μεταφορά, που κόσιζε πολύ φθηνότερα, γινόταν με “φορτηγίδες λιθαγωγούς” στις οποίες στοίβαζαν τους μικρότερους όγκους, ενώ τους μεγαλύτερους – για να είναι ελαφρότεροι – τους κρεμούσαν στο νερό από ξύλινα δοκάρια που στηριζονταν σε δυο φορτηγίδες “αμφίπρυμνες”.
Πηγή: www.osme.8m.com