ΙΟΒΕ: Στο 2% η ανάπτυξη το 2018

INTIME NEWS/ΚΑΠΑΝΤΑΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Eltrak banner ad

Στην περιοχή του 2% -όπως και σε προηγούμενες εκτιμήσεις του- «βλέπει» το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) τη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας το 2018. Όπως προκύπτει από την τρίτη τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ για την ελληνική οικονομία, η ανάπτυξη εκτιμάται πως θα ανέλθει στα επίπεδα του 2,4% το 2019.

Ώθηση στην ανάπτυξη θα δώσουν κατά το ΙΟΒΕ η τόνωση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας κυρίως από άνοδο των εξαγωγών (+8,0%). Σύμφωνα με την έκθεση, καταγράφεται μικρή κλιμάκωση της κατανάλωσης των νοικοκυριών στο β’ εξάμηνο λόγω καλύτερων προσδοκιών, στο +0,6% φέτος.

Stonetech banner ad
Stonetech banner ad

Ωστόσο, ηπιότερη της αρχικά αναμενόμενης είναι συμβολή της αύξησης των επενδύσεων στο ΑΕΠ (+4,0%), κυρίως σε εξωστρεφείς τομείς (μεταποιητικούς, τουρισμό, μεταφορές), και σε κατασκευαστικά έργα (αποκρατικοποιήσεις – ιδιωτικοποιήσεις, νέες οικοδομές). Υποτονική είναι και η συμβολή του ΠΔΕ για δεύτερο έτος, με το ΙΟΒΕ να κάνει επιπλέον λόγο για περιστολή δημόσιας κατανάλωσης κατά 1,0%.

Αναφερόμενος στην οικονομία κατά την παρουσίαση της έκθεσης, ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ καθηγητής Νίκος Βέττας επεσήμανε ότι ενώ υπάρχει βάση για μια θετική εξέλιξη της οικονομίας, αυτή δεν θα είναι αυτόματη και σε καμία περίπτωση εξασφαλισμένη. Προειδοποίησε ότι η ύπαρξη του λεγόμενου «μαξιλαριού ασφαλείας» δεν μπορεί να προκαλεί εφησυχασμό, ενώ επεσήμανε ότι οι όποιες κινήσεις στην οικονομική πολιτική δεν πρέπει να δημιουργούν την αίσθηση ότι αυτή θα κινηθεί προς δημοσιονομικά ανεύθυνες ή προς αντιαναπτυξιακές κατευθύνσεις.

Στο δημοσιονομικό επίπεδο, όπως είπε, είναι πλέον σαφές ότι, ενώ η επίτευξη σημαντικού πλεονάσματος ενισχύει καταρχήν την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής, το γεγονός ότι το πλεόνασμα δεν χρηματοδοτείται κυρίως μέσω ανάπτυξης αλλά, αντίθετα, αντανακλά μείγμα μη συμβατό με ισχυρή ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα, δυσχεραίνει και τους όρους εξωτερικής χρηματοδότησης της οικονομίας. Παράλληλα, τόνισε ότι προβληματίζει το χαμηλό επίπεδο των δημοσίων επενδύσεων.

Τα κύρια σημεία της τριμηνιαίας έκθεσης του ΙΟΒΕ για την ελληνική οικονομία

  • Η παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση συνεχίζεται με υψηλό ρυθμό (3,6% το β’ τρίμηνο, πρόβλεψη 3,7% για το 2018 και 2019) αλλά με σημάδια σταδιακής επιβράδυνσης στην Ευρωζώνη (2,2% το β’ τρίμηνο, πρόβλεψη 2,0% το 2018 και 1,8% το 2019) και αστάθειας σε ορισμένες αναδυόμενες αγορές (Τουρκία, Αργεντινή). Κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης αποτελούν οι προ-κυκλικές οικονομικές πολιτικές στις περισσότερες χώρες και η ταχεία διεύρυνση του διεθνούς εμπορίου. Όμως, η άνοδος του εμπορικού προστατευτισμού (δασμοί μεταξύ ΗΠΑ και εταίρων, διαπραγματεύσεις για Brexit), η επιδείνωση των δεικτών οικονομικών προσδοκιών, και η στροφή προς πιο συσταλτικές νομισματικές πολιτικές αναμένεται να επιβραδύνουν την παγκόσμια αναπτυξιακή δυναμική μεσοπρόθεσμα.
  • Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας επιβραδύνθηκε στο δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, σε 1,8%, 0,7 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από το προηγούμενο τρίμηνο, ωστόσο 0,3 μονάδες ταχύτερα από το ίδιο τρίμηνο πέρυσι.  Στο σύνολο του αρχικού εξαμήνου φέτος το ΑΕΠ ήταν 2,1% υψηλότερο της αντίστοιχης περιόδου του 2017. Η ανάπτυξη προήλθε κυρίως από βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου, λόγω διεύρυνσης των εξαγωγών (+8,5%) και οριακά υψηλότερων εισαγωγών (+0,6%). Οι επενδύσεις υποχώρησαν 5,0%, εξέλιξη η οποία οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην έντονη πτώση των επενδύσεων σε πλοία. Η τάση στην κατανάλωση των νοικοκυριών άλλαξε σε ανοδική στο δεύτερο τρίμηνο, επηρεάζοντας όλο πρώτο εξάμηνο (+0,3%), ενώ η δημόσια κατανάλωση παρέμεινε σε πτωτική τροχιά (-0,9%).
  • Ανάπτυξη στην Ελλάδα το 2018 στην περιοχή του 2,0%. Τόνωση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας κυρίως από άνοδο των εξαγωγών (+8,0%). Μικρή κλιμάκωση της κατανάλωσης των νοικοκυριών στο β’ εξάμηνο λόγω καλύτερων προσδοκιών, στο +0,6% φέτος. Ηπιότερη της αρχικά αναμενόμενης συμβολή της αύξησης των επενδύσεων στο ΑΕΠ (+4,0%), κυρίως σε εξωστρεφείς τομείς (μεταποιητικούς, τουρισμό, μεταφορές), και σε κατασκευαστικά έργα (αποκρατικοποιήσεις – ιδιωτικοποιήσεις, νέες οικοδομές). Υποτονική συμβολή του ΠΔΕ για δεύτερο έτος. Περιστολή δημόσιας κατανάλωσης κατά 1,0%.
  • Μικρή επιτάχυνση ανάπτυξης το 2019, κοντά στο 2,4%, από κλιμάκωση επενδυτικής δραστηριότητας (+12-14%) και ιδιωτικής κατανάλωσης (+1,4%). Η ισχυρότερη εγχώρια ζήτηση θα εκδηλωθεί και στις εισαγωγές (+6,0-6,5%). Υπό τα μέτρα πολιτικής στο διεθνές εμπόριο και την ολοκλήρωση επέκτασης του Q-E θα αποκλιμακωθεί η άνοδος των εξαγωγών (+5,0-5,5%).
  • Επίτευξη ταμειακών στόχων Προϋπολογισμού στην περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου του τρέχοντος έτους. Οφείλεται κυρίως στα μεγαλύτερα των αναμενόμενων καθαρά έσοδα του Τακτικού Προϋπολογισμού, κατά 1,1 δισ. ευρώ, ενώ και οι δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων ήταν 923 εκατ. ευρώ χαμηλότερες του σχετικού στόχου, αναδεικνύοντας την υποϋλοποίησή του για ακόμα ένα έτος.
  • Περαιτέρω κάμψη της ανεργίας στο τρίμηνο Απριλίου – Ιουνίου, χαμηλότερα του 20%, για πρώτη φορά από το τελευταίο τρίμηνο του 2011, στο 19,0%. Συνολικά στο αρχικό εξάμηνο φέτος το ποσοστό ανεργίας ήταν οριακά υψηλότερο του 20% (20,1%), 2,1 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από ότι ένα χρόνο νωρίτερα. Η εξασθένιση της ανεργίας προήλθε κυρίως από ενίσχυση της απασχόλησης κατά 1,8% ή 66,8 χιλ. (59,6% της μείωσης των ανέργων) και δευτερευόντως από περιορισμό του εργατικού δυναμικού (-45,3 χιλ.). Η μεγαλύτερη διεύρυνση θέσεων εργασίας σημειώθηκε στον κλάδο Υγείας και στον Πρωτογενή τομέα. Συνέχιση υποχώρησης στο σύνολο του τρέχοντος έτους, από ενίσχυση της απασχόλησης σε εξωστρεφείς τομείς (Τουρισμός, Μεταφορές). Μεγαλύτερη από πέρυσι συμβολή στην απασχόληση του Κατασκευαστικού τομέα. Η ενίσχυση των προσδοκιών των νοικοκυριών κατόπιν εξόδου από το πρόγραμμα και χαλάρωσης των capital controls, θα αποτυπωθεί στην κατανάλωσή τους, ευνοώντας την απασχόληση στους σχετιζόμενους κλάδους. Διεύρυνση απασχόλησης και στο δημόσιο τομέα. Ακολούθως, κοντά στο 19,3% η ανεργία στο σύνολο του 2018. Αναμένεται ηπιότερη πτώση της το 2019, ελαφρώς χαμηλότερα από 18,0%.
  • Ο ρυθμός μεταβολής τιμών στο ενιάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου του 2018 ήταν θετικός, 0,5%, έναντι 1,2% πριν ένα έτος. Η άνοδος τιμών συνεχίζει να οφείλεται πρωτίστως στην αύξηση των διεθνών τιμών πετρελαίου. Η αυξητική επίδραση των έμμεσων φόρων ήταν οριακή. Αντιθέτως, φαίνεται να ανακάμπτει ήπια η εγχώρια ζήτηση, αφού ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών χωρίς ενεργειακά αγαθά και με σταθερούς φόρους ανήλθε για πρώτη φορά από το 2011. Το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι ο μέσος ρυθμός μεταβολής του ΔΤΚ για το τρέχον έτος θα διαμορφωθεί στο 0,8%, με πρώτη εκτίμηση για το 2019 είναι ότι αυτός θα ενισχυθεί ελαφρώς, στην περιοχή του 1,3%.
  • Το τραπεζικό σύστημα βρέθηκε αντιμέτωπο με ισχυρές χρηματιστηριακές πιέσεις στα μέσα του 2018,  παρά τα θετικά αποτελέσματα του stress test των τραπεζών τον Μάιο. Πρόκληση για τις τράπεζες αποτελούν ο όγκος των ΜΕΑ και οι φιλόδοξοι στόχοι μείωσής τους έως το 2021, τα αδύναμα ποιοτικά στοιχεία του ενεργητικού και ιδίων κεφαλαίων, η ισχνή κερδοφορία και πιστοδοτική τους ικανότητα. Ωστόσο, καταγράφηκαν θετικές εξελίξεις σε θεμελιώδη μεγέθη του συστήματος στα μέσα του 2018, όπως επιτάχυνση επιστροφής ιδιωτικών καταθέσεων, μείωση των ΜΕΑ σύμφωνα με τους στόχους, περιορισμός του ELA και περαιτέρω χαλάρωση των κεφαλαιακών περιορισμών. Η πιστωτική συρρίκνωση συνεχίζεται, ενώ αναμένεται βελτίωση το 2019 στο βαθμό που συνεχιστεί η μείωση των ΜΕΑ με έμφαση σε ποιοτικά χαρακτηριστικά, και εδραιωθεί η εμπιστοσύνη με συνέχιση της τάσης επιστροφής καταθέσεων.

Ο πρόεδρος του δ.σ. του ΙΟΒΕ Τάκης Αθανασόπουλος σημείωσε σχετικά πως «η παγκόσμια αρνητική οικονομική συγκυρία καθώς και η έναρξη μιας μακράς περιόδου πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων αναμένεται να ενισχύσουν τις πολιτικές αντιπαραθέσεις, την αντιπαλότητα και την πλειοδοσία για την ικανοποίηση βραχυχρόνιων αναγκών. Επειδή ως χώρα, και παρά την μείωση του εθνικού μας εισοδήματος κατά 25%, εξακολουθούμε να διαθέτουμε μεγαλύτερο πλούτο από ότι προβλέπεται από την διεθνή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας, είναι επιτακτική η ανάγκη άμεσης βελτίωσης των πολιτιστικών μας χαρακτηριστικών που δυσχεραίνουν τον εποικοδομητικό διάλογο και δεν αξιοποιούν τις δυνατότητές μας στην επιδίωξη καινοτομίας, παραγωγής και δημιουργίας θέσεων εργασίας».

Όπως τόνισε ο κ. Αθανασόπουλος, «ο γρηγορότερος και ασφαλέστερος τρόπος εξασφάλισης εποικοδομητικού κοινωνικού διαλόγου και συναίνεσης για πολιτικές αποφάσεις που θα αξιοποιήσουν τις ανταγωνιστικές δυνατότητες της οικονομίας μας είναι να δημιουργήσουμε στη χώρα μας ένα κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον που θα ξεδιπλώνει δυνατότητες παρόμοιες με αυτές που ξεδιπλώνουν οι Έλληνες που μεταναστεύουν σε ανεπτυγμένες οικονομίες. Αυτό είναι δυνατό να επιτευχθεί  αν  όλα τα νομοσχέδια που εισάγονται στο εθνικό μας κοινοβούλιο θα έχουν υποστεί την βάσανο της σύγκρισης με τις καλές πρακτικές επιλεγμένων οικονομιών. H υιοθέτηση καλών πρακτικών έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν από πολλές χώρες, αλλά χρησιμοποιείται και σήμερα μάλιστα από ανεπτυγμένες οικονομίες, επιτρέποντάς τες να ενσωματώνουν γρήγορα επιτυχημένες πρακτικές άλλων χωρών, μειώνοντας κατά πολύ τον χρόνο απόκτησης νέων τεχνολογιών και επιτυγχάνοντας, εν τέλει, υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι η διαδικασία των καλών πρακτικών σε περιόδους οικονομικής κρίσης, λειτουργεί ως προστατευτική δικλείδα για τις επερχόμενες γενιές από τις ανάγκες και τις προτεραιότητες της γενιάς που λαμβάνει τις αποφάσεις».

Όπως ανέφερε επίσης κατά την παρουσίαση της Έκθεσης, ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ καθηγητής Νίκος Βέττας:

  • Τον Αύγουστο ολοκληρώθηκε ένας οκταετής κύκλος κατά τον οποίο η ελληνική οικονομία βρέθηκε σε τρία διαδοχικά προγράμματα οικονομικής στήριξης και προσαρμογής. Επιτεύχθηκε σημαντική εξισορρόπηση και προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας, η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υποτιμάται.
  • Ποιοτικά χαρακτηριστικά της προσαρμογής που έλαβε χώρα δημιουργούν προβληματισμό και καθιστούν το επόμενο διάστημα κρίσιμο για την πορεία που θα έχει μεσοπρόθεσμα η οικονομία. Ο προβληματισμός προκύπτει κυρίως από το ότι η προσαρμογή επιτεύχθηκε κυρίως μέσω ύφεσης και όχι μέσω του δομικού μετασχηματισμού της οικονομίας. Οι ρυθμοί μεγέθυνσης που καταγράφονται, αν και θετικοί, υπολείπονται του επιπέδου που θα σηματοδοτούσε σύγκλιση με την ευρωζώνη.
  • Στο εξωτερικό ισοζύγιο η αύξηση των εξαγωγών θα πρέπει να είναι πολύ εντονότερη ώστε να καλύψει και την αναπόφευκτη αύξηση των εισαγωγών. Στο επίπεδο της ανταγωνιστικότητας, υπάρχει ο κίνδυνος η αύξηση της αμοιβής της εργασίας να οδηγήσει σε οπισθοδρόμηση, στο βαθμό που δεν υπάρχει σημαντική βελτίωση της παραγωγικότητας και του επιχειρηματικού περιβάλλοντος.
  • Ενώ υπάρχει βάση για μια θετική εξέλιξη της οικονομίας, αυτή δεν θα είναι αυτόματη και σε καμία περίπτωση εξασφαλισμένη. Κεντρική σημασία θα έχει το πότε και με ποιους όρους θα επιτευχθεί η ουσιαστική πρόσβαση στις αγορές για τη χρηματοδότηση της οικονομίας που τώρα είναι αναιμική. Η οικονομία κινείται σε μια ενδιάμεση περιοχή όπου δεν υπάρχει πλέον η προστασία των προγραμμάτων αλλά και δεν έχει ακόμη επιτευχθεί η πρόσβαση στις αγορές.
  • Η ύπαρξη του λεγόμενου «μαξιλαριού ασφαλείας» δεν μπορεί να προκαλεί εφησυχασμό. Όσο παρατείνεται η περίοδος μη ομαλής χρηματοδότησης, αυξάνεται και η πιθανότητα πως τελικά η χρηματοδότηση θα γίνει με δυσχέρεια. Εξίσου σημαντικό, το ζήτημα είναι η συνολική χρηματοδότηση της οικονομίας των επιχειρήσεων, τραπεζών και νοικοκυριών, και όχι μόνο του δημόσιου τομέα.
  • Στο δημοσιονομικό επίπεδο είναι πλέον σαφές ότι, ενώ η επίτευξη σημαντικού πλεονάσματος ενισχύει καταρχήν την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής, το γεγονός ότι το πλεόνασμα δεν χρηματοδοτείται κυρίως μέσω ανάπτυξης αλλά, αντίθετα, αντανακλά μείγμα μη συμβατό με ισχυρή ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα, δυσχεραίνει και τους όρους εξωτερικής χρηματοδότησης της οικονομίας.
  • Προβληματίζει το χαμηλό επίπεδο των δημοσίων επενδύσεων, η μείωση της αξίας των ακινήτων λόγω στρεβλωτικών χαρακτηριστικών του σχετικού φόρου, και η υπερβολική επιβάρυνση της εργασίας μέσω ασφαλιστικών εισφορών, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης και απαραίτητης μεταρρύθμισης στο σύστημα συντάξεων.
  • Η δημόσια συζήτηση και η πολιτική αντιπαράθεση κυριαρχούνται από μόνο ένα ζήτημα, το ενδεχόμενο να αναβληθεί ή να ακυρωθεί η προγραμματισμένη περικοπή μέρους των συντάξεων για παλαιούς συνταξιούχους. Το ζητούμενο θα έπρεπε να είναι η δημιουργία προϋποθέσεων, ώστε στο επόμενο διάστημα να γίνει δυνατή η σταδιακή αύξηση όλων των συντάξεων ανάλογα με την αύξηση και των μισθών και τη μεγέθυνση της οικονομίας.
  • Οι όποιες κινήσεις στην οικονομική πολιτική δεν πρέπει να δημιουργούν την αίσθηση ότι αυτή θα κινηθεί προς δημοσιονομικά ανεύθυνες ή προς αντιαναπτυξιακές κατευθύνσεις. Εάν συμβεί αυτό, η όποια αναβολή στη μείωση των συντάξεων θα είναι ιδιαίτερα βραχύβια και η περικοπή θα καταστεί αναπόφευκτη πολύ σύντομα, ενώ η αναβολή θα έχει ενδιάμεσα και ευρύτερες επιπτώσεις στην οικονομία.
  • Στην πλευρά της χρηματοδότησης της οικονομίας, κομβικής σημασίας είναι η βελτίωση της λειτουργίας των τραπεζών με όσο το δυνατόν πιο γρήγορους ρυθμούς. Η άνοδος στην επιστροφή καταθέσεων, και οι κινήσεις χειρισμού των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι θετικές, όμως δεν καταγράφονται με τον γρήγορο ρυθμό που θα μπορούσαν εάν υπήρχε ευρύτερη ισχυρή ανάπτυξη.
  • Καθώς η χώρα εισέρχεται σε εκλογικό κύκλο, και με τη γενικότερα εμπειρία που τείνει να επιβαρύνει την οικονομία μέσω αύξησης της αβεβαιότητας και αναβολής αναγκαίων δημοσιονομικών ή άλλων τομών, θα πρέπει να μην λησμονείται η κρίσιμη συγκυρία και τα χαρακτηριστικά της ανάπτυξης που την καθιστούν εύθραυστη.
  • Η αίσθηση εγρήγορσης θα πρέπει να είναι ακόμη περισσότερο έντονη με δεδομένο πως στο διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον δεν αποκλείεται επιδείνωση στο επόμενο διάστημα ή ακόμη και στοιχεία κρίσης.

Πηγή: www.naftemporiki.gr