Σήμερα, οι αστράγαλοι του διάσημου -πλην ταλαιπωρημένου- αγάλματος κινδυνεύουν να θρυμματιστούν από τον παραμικρό κραδασμό…
Το 1464 ο γλύπτης Αγκοστίνο ντι Ντούτσιο ταξιδεύει στην Καρράρα με σκοπό να διαλέξει ένα κομμάτι μάρμαρο κατάλληλο για το έργο που του έχει ανατεθεί: ένα μνημειακό άγαλμα του βιβλικού Δαβίδ για τον καθεδρικό της Φλωρεντίας. Το άγαλμα επρόκειτο να τοποθετηθεί ψηλά στην άκρη του ναού, ως σύμβολο της δύναμης της πόλης και προειδοποίηση προς τους εχθρούς της. Ο Αγκοστίνο, όμως, δεν είχε εμπειρία ώστε να επιβιώσει στο βασίλειο των λατομείων. Δεν είχε, επίσης, καμία εμπειρία στο σκάλισμα σε τόσο μεγάλη κλίμακα. Το αποτέλεσμα ήταν να επιλέξει ένα τεράστιο κομμάτι μάρμαρο που απείχε πολύ από την τελειότητα: είχε μικρές τρύπες, ενώ και το χρώμα του κάθε άλλο παρά κατάλευκο θα μπορούσε να θεωρηθεί. Τα προβλήματα όμως μόλις είχαν αρχίσει. Ο τεράστιος κυβόλιθος είχε ύψος 5,5 μέτρα και ζύγιζε πάνω από 11 τόνους – ο μεγαλύτερος που είχε βγει από τα λατομεία για σχεδόν δέκα αιώνες. Η μεταφορά από την Καρράρα στη Φλωρεντία –μια απόσταση 130 χιλιομέτρων– υπήρξε μαρτυρική, κράτησε δύο χρόνια και πήραν μέρος σε αυτήν ομάδες ανδρών, βόδια, μεγάλα πλοία και επίπεδες φορτηγίδες για ποτάμια. Κάποια στιγμή, το γιγάντιο μάρμαρο κατέληξε σε ένα λασπωμένο χαντάκι, απ’ όπου ανασύρθηκε με τρομερή δυσκολία. Όταν πια έφτασε στη Φλωρεντία, η άφιξή του χαιρετίστηκε ως θαύμα. Το μάρμαρο τοποθετήθηκε σε μια αυλή πίσω από τον καθεδρικό και όλοι έσπευσαν να το δουν – ανάμεσά τους και οι ηγέτες της πόλης, που έμοιαζαν απελπισμένοι. Ο Aγκοστίνο όχι μόνο είχε επιλέξει ένα κομμάτι με πολλά προβλήματα αλλά στην προσπάθειά του να κάνει, όπως συνηθιζόταν, ένα πρώτο πελέκημα στο λατομείο, έμοιαζε να το έχει καταστρέψει. Το ήδη στενό μάρμαρο είχε πλέον μια όψη που δεν βοηθούσε καθόλου να φανταστεί κανείς με ποιον τρόπο θα μπορούσε να πάρει ανθρώπινη μορφή. Ο γλύπτης πιθανότατα απολύθηκε, ο Αντόνιο Ροσσελλίνο, που ανέλαβε το 1476 να συνεχίσει το έργο του, «έσπασε» γρήγορα το συμβόλαιό του και ο μαρμάρινος όγκος εγκαταλείφθηκε, αποτελώντας σταθερό σημείο σε μια πόλη που άλλαζε με γρήγορους ρυθμούς. Με τον καιρό, οι κάτοικοι άρχισαν να τον αποκαλούν κοροϊδευτικά «ο γίγαντας», ενώ τα χρόνια περνούσαν και η επένδυση της Φλωρεντίας έμοιαζε να έχει χαθεί.
Έναν χρόνο πριν ο Ροσσελλίνο «ηττηθεί» από τον ημιτελή γίγαντα, γεννιέται στο Καπρέζε ο Μικελάντζελο ντι Λοντοβίκο Μπουοναρότι Σιμόνι, o ζωγράφος, γλύπτης, αρχιτέκτονας και ποιητής που άφησε ανεξίτηλο το σημάδι του στην ιστορία της δυτικής τέχνης κι έγινε γνωστός στην υφήλιο ως Μιχαήλ Άγγελος. Ο πατέρας του, Λεονάρντο, ήταν δημοτικός αξιωματούχος και ο Μιχαήλ Άγγελος ήταν το δεύτερο από τα πέντε παιδιά που απέκτησε με τη σύζυγό του, Φραντσέσκα Νέρι, η οποία πέθανε έξι χρόνια μετά τη γέννηση του ζωγράφου. Η οικογένεια ζει πλέον στο Σετινιάνο, κοντά στη Φλωρεντία, και τη φροντίδα του μικρού Μιχαήλ Αγγέλου αναλαμβάνει μια παραμάνα, γυναίκα λιθοξόου. Το παιδί είναι ολοφάνερο ότι δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το σχολείο, καθώς προτιμά να παρακολουθεί τους ζωγράφους που εργάζονταν σε γειτονικές εκκλησίες, έτσι τελικά ο πατέρας του αποφασίζει να του επιτρέψει να μαθητεύσει στο εργαστήριο ζωγραφικής του Ντομένικο Γκιρλαντάγιο, όπου και εξασκείται στο σχέδιο κι έρχεται σε επαφή με την τεχνική της νωπογραφίας, σε ηλικία 13 ετών. Αρχίζει να επισκέπτεται τον Κήπο των Μεδίκων με σκοπό να μελετήσει τη συλλογή γλυπτών που υπήρχε εκεί και μαθαίνει πολλά για τη γλυπτική από τον γλύπτη Μπερτόλντο ντι Τζοβάνι. Στον Κήπο θα γνωρίσει τον Λορέντσο των Μεδίκων, τον επονομαζόμενο Μεγαλοπρεπή, ο οποίος τον εισάγει στην αυλή του. Μαζί με τους γιους του επιφανή άρχοντα θα μαθητεύσει δίπλα στον σπουδαίο ουμανιστή και ποιητή, Άντζελο Πολιτσιάνο, ενώ θα έρθει σε επαφή με την αφρόκρεμα του φλωρεντινού νεοπλατωνισμού. Από αυτή την περίοδο σώζονται δύο ανάγλυφα του δεκαεξάχρονου νέου, η «Μάχη των Κενταύρων» και η «Παναγία της Σκάλας», με το μεγάλο του ταλέντο ήδη να διαφαίνεται. Μετά τον θάνατο του Λορέντσο, το 1492, επιστρέφει στο σπίτι του, σύντομα όμως θα φιλοξενηθεί στο μοναστήρι του Santo Spirito, με σκοπό να αποκτήσει γνώσεις ανατομίας, μελετώντας τα πτώματα του όμορου νοσοκομείου. Το 1493 δημιουργεί έναν ξυλόγλυπτο Εσταυρωμένο και τον δωρίζει στο μοναστήρι, ενώ έργο της ίδια περιόδου είναι και ο Ηρακλής, γλυπτό που πιθανόν καταστράφηκε στη Γαλλία κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα. Η κατάρρευση του καθεστώτος των Μεδίκων και η άνοδος του Σαβοναρόλα αναγκάζουν τον Μιχαήλ Άγγελο να εγκαταλείψει τη Φλωρεντία.
Εγκαθίσταται στην Μπολόνια, ολοκληρώνει τρία ημιτελή γλυπτά για τον ναό του Σαν Ντομένικο κι έναν χρόνο αργότερα, τον Νοέμβριο του 1495, επιστρέφει στη Φλωρεντία και αρχίζει να εργάζεται ως γλύπτης, έχοντας ως πρότυπό του τα γλυπτά της κλασικής αρχαιότητας. Το Ιούνιο του 1496 πηγαίνει στη Ρώμη. Μαζί του έχει έναν ερωτιδέα, τον οποίο έχει επεξεργαστεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να μοιάζει με αρχαίο γλυπτό. Ο καρδινάλιος Ραφαέλε Ριάριο θα τον αγοράσει ως τέτοιο, απαιτώντας όμως την επιστροφή των χρημάτων του μόλις πληροφορείται την αλήθεια. Εντυπωσιασμένος, ωστόσο, από το ταλέντο του νεαρού γλύπτη, θα κρατήσει το άγαλμα και θα προσκαλέσει τον Μιχαήλ Άγγελο να ζήσει και να εργαστεί στη Ρώμη. Μετακομίζει το 1498 στην Αιώνια Πόλη και ο καρδινάλιος Jean Bilhères de Lagraulas του αναθέτει την «Πιετά» (Αποκαθήλωση) – την Παναγία που κρατά στην αγκαλιά της τον νεκρό Χριστό. Το έργο ολοκληρώνεται σε λιγότερο από έναν χρόνο και μετά από πολλές μετακινήσεις, τοποθετείται στη βασιλική του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό. Η τελειότητα του συμπλέγματος στο οποίο βλέπουμε μια νεότατη Παναγία –δείγμα αγνότητας, σύμφωνα με τον γλύπτη– συμβάλλει στην καταξίωση του εικοσιπεντάχρονου καλλιτέχνη. Πρόκειται για το μοναδικό γλυπτό με την υπογραφή του και ο θρύλος λέει πως πρόσθεσε τη φράση «MICHEL ANGELUS BONAROTUS FLORENT FACIΕBAT» στην κορδέλα που διατρέχει το στήθος της Παναγίας, επειδή είχε ακούσει να το αποδίδουν στον Λεονάρντο ντα Βίντσι ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, σε κάποιον υποτιθέμενο Λομβαρδό γλύπτη.
Τo 1501 οι ηγέτες της Φλωρεντίας αποφασίζουν ότι έχει έρθει η ώρα να ολοκληρωθεί ο ημιτελής γίγαντας που, εκτεθειμένος στα καιρικά φαινόμενα επί 35 χρόνια, ήταν σε χειρότερη κατάσταση από ποτέ. Ποιος όμως θα μπορούσε να αναλάβει ένα έργο που κατά πολλούς ήταν ματαιοπονία; Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι ήταν σχεδόν 50 ετών και φαινόταν να περιφρονεί πλέον τη γλυπτική. Ο Μιχαήλ Άγγελος, που η φήμη του μετά την «Πιετά» είχε απογειωθεί, φαινόταν η πιο κατάλληλη επιλογή. Ο γλύπτης σπεύδει στη Φλωρεντία να αναλάβει το έργο που, σύμφωνα με τον ιστορικό τέχνης της Αναγέννησης Τζόρτζιο Βαζάρι, ήταν «να επαναφέρει στη ζωή ένα πράγμα που ήταν νεκρό». Γι’ άλλη μια φορά οι κάτοικοι της Φλωρεντίας παρακολουθούν τις προσπάθειες, αυτήν τη φορά, να σταθεί ο γίγαντας στα πόδια του. Ο γλύπτης ζητά να κατασκευαστεί ένα υπόστεγο γύρω από τον μαρμάρινο όγκο και δουλεύει αθέατος, προσπαθώντας να αξιοποιήσει κάθε εκατοστό του φθαρμένου υλικού. Όταν το άγαλμα αποκαλύφθηκε στις 8 Σεπτεμβρίου του 1504 έμοιαζε να έχει συντελεστεί ένα θαύμα: ο παλιός βρόμικος γίγαντας είχε μεταμορφωθεί σε έναν λείο, τεράστιο γυμνό άντρα με λεπτό σώμα και υπερμεγέθη κεφάλι και χέρια. Το μέτωπό του παρέπεμπε περισσότερο σε Νεάντερνταλ παρά σε σύγχρονο άνθρωπο κι αυτό γιατί ο Μιχαήλ Άγγελος ήθελε να είναι ρεαλιστικό το αποτέλεσμα όταν έβλεπε κανείς το γλυπτό από το έδαφος. Το άγαλμα ήταν εξωπραγματικό, αλλά αληθινό, στυλιζαρισμένο, αλλά φυσικό και επρόκειτο να γίνει το σύμβολο της πόλης για αιώνες. Μετά από πολλές συζητήσεις αποφασίστηκε ο «Δαβίδ» να τοποθετηθεί στην Πιάτσα ντέλλα Σινιορία, ώστε να τον βλέπουν όλοι, καθώς ήταν τόσο εντυπωσιακός, που θεωρήθηκε «σπατάλη» να τοποθετηθεί πάνω στον καθεδρικό – ενδεχομένως κάτι τέτοιο να ήταν και τεχνικά αδύνατο. Το ταξίδι του «Δαβίδ» μέχρι την πλατεία διήρκεσε τέσσερις μέρες και έκτοτε παρέμεινε στο ίδιο σημείο επί 369 χρόνια. Κατά την περίοδο αυτή θα πληγεί από κεραυνό, θα χτυπηθεί από κάρα, θα γεμίσει ακαθαρσίες πουλιών και, το κυριότερο, το 1527, κατά τη διάρκεια ταραχών στην πόλη, ένας πάγκος θα χτυπήσει το γλυπτό και θα του σπάσει το αριστερό χέρι στη μέση. Ο Μιχαήλ Άγγελος θα επιστρέψει στη Ρώμη, θα ζωγραφίσει –προκαλώντας σκάνδαλο με τα γυμνά του– την Καπέλα Σιξτίνα, θα σχεδιάσει τον θόλο της βασιλικής του Αγίου Πέτρου, θα γράψει ποιήματα και θα πεθάνει πλούσιος και υπέρμετρα διάσημος σε ηλικία 88 ετών. Ο Τζόρτζιο Βαζάρι είχε προλάβει –γεγονός πρωτοφανές– να γράψει τη βιογραφία του όσο ήταν εν ζωή, δίνοντάς του το προσωνύμιο Il Divino (Ο Θεϊκός). Λίγες μέρες μετά τον θάνατό του ο ανιψιός του Λιονάρντο Μπουανόρι θα κλέψει τη σορό του από την εκκλησία των Αγίων Αποστόλων στη Ρώμη και θα τη μεταφέρει στη βασιλική της Σάντα Κρότσε της Φλωρεντίας, όπως ο γλύπτης επιθυμούσε.
Ο «Δαβίδ» θα εξακολουθήσει να στέκεται επί αιώνες μπροστά στην είσοδο του Παλάτσο Βέκιο, με το σπασμένο του χέρι επιδιορθωμένο και τη βροχή, τον πάγο, το χαλάζι, τους ανέμους και τους βανδάλους να «κλέβουν» την ομορφιά του. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα οι συντηρητές του αγάλματος ήρθαν να κάνουν τα πράγματα χειρότερα – το κερί που χρησιμοποίησαν αποχρωμάτισε το μάρμαρο, ενώ το οξύ «έφαγε» την επιφάνειά του. Μια σπασμένη υδρορροή που έστελνε το νερό κατευθείαν πάνω στον «Δαβίδ» ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι: οι πολίτες άρχισαν να διαμαρτύρονται και να πιέζουν ώστε να μετακινηθεί το άγαλμα σε εσωτερικό χώρο. Έφτιαξαν ένα ξύλινο υπόστεγο για να το προστατεύσουν και τελικά κατάφεραν να το μετακινήσουν πάνω σε ράγες σε ένα δωμάτιο ειδικά φτιαγμένο γι’ αυτό στην Galleria dell’ Accademia. Καθώς όμως το δωμάτιο δεν είχε ολοκληρωθεί, ο «Δαβίδ» έμεινε για χρόνια κλεισμένος στο ξύλινο κλουβί του, «συντηρώντας αποικίες μικροοργανισμών, σαν ένα τεράστιο κομμάτι τυρί». Από την «αποφυλάκισή» του μέχρι σήμερα εκατομμύρια επισκέπτες έχουν φτάσει μέχρι το μουσείο για να θαυμάσουν από κοντά το αριστούργημα του Μιχαήλ Άγγελου. Ανάμεσά τους θα μπει το 1991 κι ένας διαταραγμένος που δεν θα διστάσει να καταστρέψει με ένα σφυρί τα δάχτυλα του αριστερού ποδιού του αγάλματος. Η μελέτη των θραυσμάτων ήταν αυτή που αποκάλυψε στους επιστήμονες ότι το μάρμαρο είναι γεμάτο μικροσκοπικές τρύπες που προκαλούν τη γρηγορότερη αποσύνθεσή του. Αυτό όμως είναι το μικρότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει το σύμβολο της Φλωρεντίας, καθώς οι αστράγαλοι του γίγαντα είναι ραγισμένοι.
Οι Ιταλοί ανακάλυψαν για πρώτη φορά αυτή την αδυναμία κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και σύγχρονοι επιστήμονες έχουν χαρτογραφήσει τις ρωγμές εκτενώς – μέχρι πρόσφατα, όμως, κανείς δεν γνώριζε πόσο εξασθενημένοι είναι. Το 2014, ομάδα Ιταλών γεωλόγων δημοσίευσε μια μελέτη στην οποία, με τη βοήθεια μιας σειράς πειραμάτων προσομοίωσης σε διάφορες γωνίες, υπολογίζονται τα επίπεδα της πραγματικής πίεσης που δέχονται οι αστράγαλοι του «Δαβίδ». Τα αποτελέσματα ήταν ζοφερά: αν ο «Δαβίδ» πάρει κλίση 15 μοιρών, οι αστράγαλοί του θα διαλυθούν. Η πηγή του προβλήματος είναι ένα μικρό ελάττωμα στον σχεδιασμό του αγάλματος: το κέντρο βάρους της βάσης δεν ευθυγραμμίζεται με το κέντρο βάρους του αγάλματος, όταν δηλαδή η βάση είναι επίπεδη, το σώμα του Δαβίδ είναι ελαφρώς εκτός ισορροπίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το στενότερο μέρος του «Δαβίδ», οι αστράγαλοί του εν προκειμένω, να δέχονται επιπλέον πίεση. Το ζήτημα είναι ότι το γλυπτό, για πάνω από 300 χρόνια –όσο βρισκόταν στην Πιάτσα ντέλλα Σινιορία–, έκλινε ελαφρώς. Το πιο πιθανό είναι αυτό να οφείλεται στη μετατόπιση του εδάφους – αγαπημένος αστικός μύθος, ωστόσο αποδίδεται σε μια ισχυρή βροντή κατά τη διάρκεια καταιγίδας που έπληξε την πόλη το 1511. Όπως και να ‘χει, ο γίγαντας είναι πληγωμένος, με το δεξί του πόδι να βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση από το αριστερό. Το άγαλμα πλέον στέκει ευθυγραμμισμένο, ο μεγάλος φόβος των επιστημόνων όμως είναι οι δονήσεις – ιδιαίτερα ένας πιθανός σεισμός. Το 2014, πάνω από 250 σεισμοί ταρακούνησαν την περιοχή γύρω από τη Φλωρεντία και τα ΜΜΕ παγκοσμίως άρχισαν να γράφουν για την πιθανότητα να καταστραφεί το αριστούργημα του Μιχαήλ Άγγελου.
Τι θα μπορούσε, όμως, να γίνει; Υπάρχει μια αντισεισμική βάση που προφυλάσσει ένα μαρμάρινο άγαλμα από οποιοδήποτε είδος δόνησης, ακόμα και από αυτές που προκαλούν οι χιλιάδες επισκέπτες ενός μουσείου με τα βήματά τους. Πολλά, λιγότερο σπουδαία αγάλματα σε σεισμογενείς περιοχές προστατεύονται ήδη από τέτοιες βάσεις. Κάτω από τη διεθνή πίεση, ο υπουργός Πολιτισμού της Ιταλίας δήλωσε τότε ότι η βάση θα τοποθετούνταν εντός ενός έτους. Τρία χρόνια μετά, ο Δαβίδ εξακολουθεί να στέκεται το ίδιο ευάλωτος, θύμα, σύμφωνα με τον προηγούμενο διευθυντή της Galleria dell’ Accademia, Angelo Tartuferi, της ιταλικής γραφειοκρατίας. Επιπλέον, μολονότι η Ιταλία αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, το ιταλικό κράτος μοιάζει να θέλει να κρατήσει για τον εαυτό του το ρόλο του σωτήρα του «Δαβίδ», μην επιτρέποντας στην ιδιωτική πρωτοβουλία να αναλάβει δράση. Η μη κερδοσκοπική οργάνωση «Φίλοι της Φλωρεντίας» είναι διατεθειμένη να συνεισφέρει στην αγορά της βάσης που κοστίζει περίπου 250.000 ευρώ – ένα μικρό μέρος των εσόδων που κερδίζει το μουσείο χάρη στον «Δαβίδ» μέσα σε έναν χρόνο. Η ίδια οργάνωση, άλλωστε, ήταν αυτή που το 2004 έδωσε μισό εκατομμύριο δολάρια για να χρηματοδοτήσει τον καθαρισμό και την αποκατάσταση του «Δαβίδ», ενώ συνεχίζει να πληρώνει για την τακτική παρακολούθηση και συντήρηση του αγάλματος, στα μαλλιά του οποίου ζει μια οικογένεια αραχνών(!), καθιστώντας απαραίτητο τον καθαρισμό του από τους ιστούς κάθε λίγους μήνες. Παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες των Φίλων της Φλωρεντίας, η ιταλική κυβέρνηση επιμένει ότι το κράτος θα φροντίσει για την τοποθέτηση της αντισεισμικής βάσης – φαίνεται να είναι ζήτημα εθνικής υπερηφάνειας. Μέχρι να έρθει το πλήρωμα του χρόνου, η καινούργια διευθύντρια του μουσείου, Cecilie Hollberg, μοιάζει να είναι πολύ πιο ήρεμη από τον προκάτοχό της, που έβλεπε εφιάλτες ότι τα πόδια του «Δαβίδ» θρυμματίζονται κατά τη διάρκεια ενός ισχυρού σεισμού. Ας ελπίσουμε να έχει εκείνη δίκιο.
ΚΟΡΙΝΑ ΦΑΡΜΑΚΟΡΗ
Πηγή: www.lifo.gr