Τα Xαρακτηριστικά Oρυκτά της Λαυρεωτικής: Τα ορυκτά του Λαυρίου, αποτελούν σημαντικό τμήμα της Παγκόσμιας Ορυκτολογικής και γεωλογικής Κληρονομιάς

Eltrak - Cat banner ad

Δρ. Πέτρος Τζεφέρης, Γεν. Δ/ντης Ορυκτών Πρώτων Υλών Υπ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας (Υπ.Εν)

H Λαυρεωτική κατατάσσεται μεταξύ των σημαντικότερων περιοχών στον πλανήτη σε αριθμό αλλά και αισθητική αξία καταγεγραμμένων ορυκτών. Κάθε χρόνο ανακαλύπτονται και νέα ορυκτά από την περιοχή αυτή τα οποία αναγνωρίζονται από την Διεθνή Ορυκτολογική Ενωση (ΙΜΑ), ως παγκοσμίως πρωτότυπα ορυκτά. Μέχρι σήμερα, έχουν καταγραφεί τουλάχιστον 635 παγκοσμίως πρωτότυπα ορυκτά είδη τα οποία εντοπίζονται στα ορυχεία του Λαυρίου και τα οποία περιέχουν 49 διαφορετικά χημικά στοιχεία.

Stonetech banner ad
Stonetech banner ad

Τα ορυκτά του Λαυρίου, αποτελούν σημαντικό τμήμα της Παγκόσμιας Ορυκτολογικής και γεωλογικής Κληρονομιάς. Έχουν μεγάλη αισθητική, ιστορική, πολιτιστική, μουσειακή αλλά και επιστημονική αξία. Η εξέταση των ορυκτών μας βοηθά -μεταξύ άλλων- να κατανοήσουμε την προέλευση της Γης, εφόσον αποθηκεύουν στο εσωτερικό τους χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με το τι συνέβη στο γεωλογικό παρελθόν. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι τα ορυκτά αποτελούν τη μνήμη του πλανήτη! Ειδικότερα, η επιστημονική αξία των ορυκτών του Λαυρίου είναι τεράστια αν αναλογιστεί κανείς την τεράστια διαχρονική ποικιλία τους.

Τα ορυκτά διακρίνονται ως πρωτογενή δηλ. προερχόμενα από κρυστάλλωση του πρωτογενούς μάγματος είτε ως δευτερογενή δηλ. από το διαχωρισμό και την αποσύνθεση των πρωτογενών ορυκτών. Στα δευτερογενή ορυκτά ανήκουν και τα «ανθρωπογενή», που δεν θα υπήρχαν δηλαδή χωρίς την καταλυτική επίδραση του ανθρώπου τους τρεις τελευταίους 2-3 αιώνες και κυρίως την εξορυκτική και μεταλλουργική δραστηριότητα, υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που έχουν δημιουργηθεί πολύ παλαιότερα όπως στα αρχαία ορυχεία του Λαυρίου. Εκτιμάται ότι από το σύνολο των ορυκτών παγκοσμίως, το 3-4% περίπου, έχουν ανθρωπογενή προέλευση. Για παράδειγμα, στην κατηγορία αυτή ανήκουν ορυκτά που έχουν δημιουργηθεί από την επίδραση του θαλασσινού νερού στις μεταλλουργικές σκουριές του Λαυρίου (Lavrion slag localities).

Στα «ανενεργά» πλέον μεταλλεία της Λαυρεωτικής (Θορικού, Σουνίου, Καμάριζας, Πλάκας κλπ) έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα ανεκτίμητης αξίας ορυκτά. Δείγματα αυτών των ορυκτών είναι, ακόμη και σήμερα, περιζήτητα από συλλέκτες, καθώς απαντούν σε μοναδικούς σχηματισμούς και χρώματα, όπως ο Αγαρδίτης, ο Σερπιερίτης, ο Θορικοσίτης, ο Λαυριονίτης, ο Καμαριζαΐτης, ο (X)Ιλαριονίτης, ο Αττικαΐτης κ.ά. Πολλά από τα ορυκτά αυτά εκτίθενται στο Ορυκτολογικό Μουσείο Λαυρίου και το Ορυκτολογικό-Μεταλλευτικό Μουσείο Καμάριζας Λαυρίου, ενώ άλλα συμπεριλαμβάνονται σε μουσεία του εξωτερικού ή ιδιωτικές συλλογές.

Από το σύνολο των παγκοσμίως πρωτότυπων ορυκτών του Λαυρίου, και σύμφωνα με την mindat.org,23 τουλάχιστον αποτελούν χαρακτηριστικά ορυκτά της περιοχής (Type Locality Minerals, TLM), δηλ. ορυκτά, τα οποία για πρώτη φορά εντοπίστηκαν και μελετήθηκαν στην περιοχή του Λαυρίου. Τα ορυκτά αυτά φέρουν την ένδειξη (TL) καταδεικνύοντας ότι το ορυκτό είναι χαρακτηριστικό για την περιοχή, ενώ παράλληλα διαμορφώνουν μια ιδιαίτερη σημειολογία για τις θέσεις/ορυχεία εντοπισμού και γενικότερα το Λαύριο.

Στο παρόν άρθρο, παρουσιάζουμε τα 23 χαρακτηριστικά ορυκτά του Λαυρίου και προσθέτουμε ορισμένες ακόμη ιστορικές πληροφορίες που συνήθως δεν απαντώνται σε επιστημονικά κείμενα.

Τα ορυκτά αυτά είναι*: Σερπιερίτης, Ψευδαργυραλουμινίτης, Λαυριονίτης, Γλαυκοκερινίτης, Κτενασίτης, Μεραϊτερίτης, Νατρογλαυκοκερινίτης, Νηντερμαγερίτης, Ψευδαργυρογουντγουαρντίτης, Καπελασίτης, Αττικαΐτης, Ψευδαργυρολιβινίτης, Ντρομπεσίτης, Καμαριζαΐτης, Αγαρδίτης-Nd, (Χ)ιλαριονίτης, Νικελιοτσουμκορίτης, Κατερινοπουλοσίτης, Πραχαρίτης, Βουδουρισίτης, Λαζαριδισίτης, Στεργουΐτης, Κατσαροσίτης.

Από τον «θάλαμο» αυτόν, όπου είχε διενεργηθεί εξόρυξη μόνο κατά την αρχαία εποχή, αναδείχθησαν τόσο τα ορυκτά Βουδουρισίτης (2012) και Λαζαριδισίτης (2012) όσο και αργότερα τα ορυκτά Κατερινοπουλοσίτης (2017) και Κατσαροσίτης (2020). (LARS SIMONSEN)

Ο Σερπιερίτης ήταν το πρώτο ορυκτό που ανακαλύφθηκε στην περιοχή του Λαυρίου (1881) και ονομάστηκε από τον Γάλλο ορυκτολόγο B. Bertrand με το όνομα αυτό προς τιμήν του GiovanniBattista Serpieri (1832-1897). Αποτελεί δευτερογενές ορυκτό στη ζώνη οξείδωσης υδροθερμικών αποθέσεων χαλκού και ψευδαργύρου και ταυτοποιείται σε διάφορα μεταλλεία της περιοχής Καμάριζας («Ιλάριον» αρθ. 50, «Χριστιάνα», «Εσπεράντζα», Jean Baptiste, κ.α.) και όχι στο ορυχείο «Σερπιέρι» που ορισμένοι συγχέουν.

Bελόνες από γαλάζιο σερπιερίτη , μπλε αζουρίτης, πρασινωπός βοτρυοειδής ροζασίτης και διαφανείς κρύσταλλοι γύψου από το ορυχείο «Χριστιάνα». FOV: 13 mm. Φωτ. Branko Rieck.

Σχεδόν ταυτόχρονα με τον σερπιερίτη, ένα άλλο νέο ορυκτό ανακαλύφθηκε από τον Bertrand (1881). Η χημική ανάλυση πραγματοποιήθηκε από τον Α. Damour έναν από τους τότε ταλαντούχους χημικούς και ορυκτολόγους του Παρισιού. Ήταν αυτός που πρότεινε το όνομα ”Ψευδαργυραλουμινίτης” για το νέο ορυκτό, το οποίο είναι σπάνιο και μόνο στο ορυχείο «Σερπιέρι αρθ.5» μπορεί να ανιχνευτεί σε αξιοσημείωτες ποσότητες. Το ορυχείο αυτό θεωρείται άλλωστε και η τοποθεσία εντοπισμού (TL) για το ορυκτό αυτό.

Από την επανέναρξη της μεταλλευτικής δραστηριότητας στην νεότερη εποχή, χρειάστηκαν 22 χρόνια μέχρι να εντοπιστεί και να περιγραφεί ένα νέο ορυκτό στο οποίο δόθηκε το πιο λογικό από όλα τα ονόματα: Λαυριονίτης, ορυκτό του Λαυρίου! Το ορυκτό ανακαλύφθηκε πάνω σε ένα κομμάτι μεταλλεύματος γαληνίτη από τον O. Lhotsky, ο οποίος παρέδωσε το δείγμα στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, Βιέννη, Αυστρία, όπου μελετήθηκε από τον R. Köchlin (1887).

Ακολούθησε ο Γλαυκοκερινίτης, με το εντυπωσιακό του χρώμα, από την ομηρική λέξη «γλαυκός» και την λέξη «κήρινος» για την κηρώδη λάμψη του (1932) και ο Κτενασίτης, ο οποίος βρέθηκε και μελετήθηκε από τον καθηγητή Ορυκτολογίας του ΑΠΘ Π. Κόκκορο (1950) και πήρε το όνομά του προς τιμή του επίσης διακεκριμένου καθηγητή Ορυκτολογίας Κωνσταντίνου Αντ. Κτενά (1884-1935).

Ο Μεραϊτερίτης εντοπίστηκε για πρώτη φορά από τον αείμνηστο συλλέκτη Ευστάθιο Λαζαρίδη (1953-2010) στο ορυχείο Ιλάριο, μελετήθηκε στο Πολυτεχνείο της Βιέννης (Giester and Rieck, 1995) και ονομάστηκε έτσι προς τιμή του Καθηγητή Ορυκτολογίας, Dr. Κurt Mereiter.

Ο Νηντερμαγερίτης βρέθηκε για πρώτη φορά στην περιοχή του εγκαταλειμμένου ορυχείου του 3ου χλμ. Λαυρίου από τον B. Rieck, σε μία θέση είναι ευρέως γνωστή για τις εμφανίσεις θεαματικών δειγμάτων αναβεργίτη. Επίσης σημαντικά δείγματα του Νηντερμαγερίτη εντοπίστηκαν για πρώτη φορά το 1995 από τον F. Schreiber (Βιέννη) στο παρακείμενο ορυχείο Εσπεράντζα (Καμάριζα). Πήρε το όνομά του από τον επιμελητή του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας της Βιέννης Dr. G. Niedermayr (1941-2015). Η πλούσια σε κάδμιο παραγένεση στο ορυχείο Εσπεράντζα απέδωσε αργότερα (2010) ένα ακόμη νέο ορυκτό, τον Ντρομπεσίτη, προς τιμή του γιατρού και συλλέκτη ορυκτών Erich Drobec (1919-2004).

Το ορυκτό Καπελλασίτης θεωρείται ξεχωριστό, καθώς είναι το μόνο χαρακτηριστικό ορυκτό (TL) που πήρε το όνομά του από ένα άτομο που εργάστηκε στα μεταλλεία του Λαυρίου. Ο Χ. Καπέλλας (1938-2004), μεταλλωρύχος, συλλέκτης και έμπορος ορυκτών από τον Άγιο Κωνσταντίνο, βοήθησε σημαντικά τους επιστήμονες στον εντοπισμό και την έρευνα επί των ορυκτών. Το ορυκτό προς τιμήν του ανακαλύφθηκε το 2005 από Γερμανούς ερευνητές στο ορυχείο αρθ. 19 Σουνίου.

Τα ορυκτά Καμαριζαΐτης και Αττικαΐτης, με τις χαρακτηριστικές οριζόντιες ονομασίες, οφείλονται κυρίως στην συνδρομή του Ρώσου ορυκτολόγου Ν. Chukanov και των συνεργατών του. Η θέση εντοπισμού για τον   Καμαριζαΐτη είναι οι «σωροί εξόρυξης» της περιοχής Καμάριζας, για την ακρίβεια το παλιό ορυχείο Ιλάριο με αρθ. 13. Η ονομασία του είναι ιδιαιτέρως επιτυχής αν σκεφτεί κανείς ότι μετά την κατάργηση του ονόματος Καμάριζα, από τη διοικητική μεταρρύθμιση «Καλλικράτης», αποτελεί παρακαταθήκη για την διατήρηση του συγκεκριμένου μεταλλευτικού τοπωνυμίου. Αντιστοίχως, ως θέση του Αττικαΐτη αναφέρεται γενικά το μεταλλείο «Χριστιάνα» Λαυρίου, αρθ. 132, ενώ το ορθότερο είναι ότι ανευρέθη στο πρώτο επίπεδο του μεταλλείου κοντά στο πηγάδι Isabelle. Μόλις το 2009 ανακαλύφθηκαν δείγματα Αττικαΐτη σε άλλες περιοχές εκτός Λαυρίου και συγκεκριμένα στην Ισπανία.

Τα ορυκτά Αγαρδίτης (Nd) και Ιλαριονίτης έχουν βρεθεί στο ορυχείο Ιλάριον, Καμάριζα Λαυρίου. Ο Αγαρδίτης αποτελεί ένυδρο αρσενικικό ορυκτό του χαλκού και των σπανίων γαιών, που αν ανευρεθεί σε σημαντικές ποσότητες, δύναται να χρησιμοποιηθεί ως ελάσσον μετάλλευμα σπανίων γαιών. Το όνομά του αποδόθηκε προς τιμήν του Γάλλου γεωλόγου Jules Agard. Από τους 4 διαφορετικούς τύπους αγαρδιτών του είδους (Υ, La, CE και Nd)) ο τελευταίος ανευρέθη και περιγράφηκε για πρώτη φορά στην περιοχή του Λαυρίου, από Ρώσους ορυκτολόγους (I. Pekov and N. Chukanov) με την συνδρομή του καθηγητή Π. Βουδούρη και άλλων ερευνητών. Ο Ιλαριονίτης, βρέθηκε και μελετήθηκε από τους ίδιους Ρώσους ερευνητές (Pekov et al., 2013) και ονομάστηκε προς τιμήν του Hilarión Roux, πενθερό και χρηματοδότη του Σερπιέρι (1819-1898).

Τα παρακάτω τέσσερα (4) ορυκτά σχετίζονται με το ορυχείο Εσπεράντζα της Καμάριζας και μια περιοχή σχετικά κοντά στην επιφάνεια που μοιάζει με θάλαμο και είχε διανοιχθεί από αρχαίους Έλληνες μεταλλωρύχους, έκτοτε δε παρέμεινε ανέγγιχτη. Τα τοιχώματα του θαλάμου έκρυβαν πολλά δευτερογενή ορυκτά. Από τον θάλαμο αυτόν, που ανακάλυψε ο Β. Στεργίου, αναδείχθησαν τόσο τα ορυκτά Βουδουρισίτης (2012) και Λαζαριδισίτης (2012) αλλά και αργότερα τα ορυκτά Κατερινοπουλοσίτης (2017) και Κατσαροσίτης (2020). Με την προσθήκη των ανωτέρω, το ορυχείο Εσπεράντζα έχει στο ενεργητικό του 107 πρωτότυπα ορυκτά, εκ των οποίων τα 6 (4 ως άνω και τα 2: νηντερμαγερίτης και ντρομπεσίτης που προαναφέρθηκαν), αποτελούν TL!

Τέλος, ο Στεργιουίτης (2019) εντοπίστηκε για πρώτη φορά το 2018 στο μεταλλείο της Πλάκας («Φιλόνι 80») Λαυρεωτικής. και μελετήθηκε από τον Δρ. Ορυκτολόγο  B. Rieck  (Rieck et al., 2019).

Διακρίνονται τα ορυκτά: Λαζαριδισίτης και Βουδουρισίτης (λευκά, TL) καθώς και ο μελαντερίτης (κυανό χρώμα). Συλλογή Β. Στεργίου.

Αξίζουν λίγα λόγια για την ονοματοδοσία των ανωτέρω ορυκτών που αφορά κυρίως έλληνες ερευνητές. Ο Βουδουρισίτης και ο Κατερινοπουλοσίτης ονομάστηκαν προς τιμήν των καθηγητών του τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος ΕΚΠΑ κ.κ. Π. Βουδούρη και Α. Κατερινόπουλου. Ο καθηγητής Βουδούρης πέραν της καθοριστικής συμβολής του στον εντοπισμό και μελέτη των ορυκτών, είναι ειδικός επί της κοιτασματολογίας του Λαυρίου και διευθυντής του Μουσείου Ορυκτολογίας και Πετρολογίας ΕΚΠΑ. Σημαντική είναι και η επιστημονική συνδρομή του καθ. Κατερινόπουλου (συνταξιοδοτηθείς), ο οποίος, άλλωστε, διετέλεσε επί σειρά ετών διευθυντής του ως άνω Μουσείου.

Ο Λαζαριδισίτης ονομάστηκε έτσι για να τιμήσει μια εμβληματική φυσιογνωμία για την τοπική κοινότητα, τον συλλέκτη Στάθη Λαζαρίδη (1953-2010). Πράγματι, αν οι λάτρεις του Λαυρίου συναντηθούν για να μιλήσουν για ορυκτά και πετρώματα στην περιοχή του Λαυρίου, αργά ή γρήγορα, θα αναφερθεί το όνομα του Λαζαρίδη. Ο Στάθης – όπως και ο Χ. Καπέλλας – ήταν ένας από τους τοπικούς συλλέκτες, ο οποίος είχε μια εξαιρετικά καλή αίσθηση για τα ορυκτά. Ο Στάθης ήταν πιθανώς και ο πρώτος στο Λαύριο που χρησιμοποίησε τακτικά μικροσκόπιο για να δει τα ευρήματά του και αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλές εξαιρετικές ανακαλύψεις που διαφορετικά θα είχαν παραβλεφθεί.

Tους παραπάνω ακολούθησαν ο Β. Στεργίου και ο Η. Κατσάρος που είναι ταυτόχρονα ερευνητές και συλλέκτες. Επίσης, ας επιτραπεί η υπέρβαση, και αγωνιστές της ζωής. O Β. Στεργίου (Στεργιουΐτης) ήρθε μικρό παιδί στο Λαύριο να δουλέψει όταν ο πατέρας του σκοτώθηκε σε εργατικό ατύχημα. Ηταν τότε μόλις 5 χρόνων. Ο Η. Κατσάρος (Κατσαροσίτης) έχει βοηθήσει ανιδιοτελώς πολλούς επιστήμονες ερευνητές και έχει συνεισφέρει σε περισσότερες από 100 επιστημονικές εργασίες που δεν θα ήταν δυνατόν να περαιωθούν χωρίς τη δική του βοήθεια. Επίσης έχει παραδώσει δεκάδες αρχαιολογικά ευρήματα που υπέπεσαν στην αντίληψή του, στις αρμόδιες αρχές.

Η επιστημονική εξερεύνηση των ορυκτών της Λαυρεωτικής συνεχίζεται ειδικότερα την περίοδο αυτή με την αφύπνιση της ελληνικής κοινότητας και των τοπικών αρχών. Ο δήμος Λαυρεωτικής, εκπροσωπούμενος από τον δήμαρχο της πόλης Λαυρίου κ. Δημήτρη Λουκά, έχει υποστηρίξει τα μέγιστα το έργο της εγχώριας και διεθνούς επιστημονικής κοινότητας. Η εποικοδομητική συνεργασία διεθνών επιστημονικών ομάδων με την ελληνική κοινότητα θα συνεχίσει να παράγει πολύτιμη νέα γνώση για την ορυκτολογία και τη γεωλογία, αλλά και για την ιστορία της Λαυρεωτικής.

 

*https://mindat.org/loc-1942.html, δεν έχουν  συμπεριληφθεί ως TL στη συγκεκριμένη βάση επιστημονικών δεδομένων, τα παρακάτω «ανθρωπογενή» ορυκτά (Lavrion slag localities): Φιντλερίτης (fiedlerite), Γεωργιαδεσίτης (georgiadesite), Νεαλίτης (nealite), Πενφιλντίτης (penfieldite), Παραλαυριονίτης (paralaurionite),  Θορικοσίτης (thorikosite).

Πηγή: www.huffingtonpost.gr