Από την προΐστορική Ελλάδα ως την σύγχρονη Δύση
Γιάννης Μανιάτης∗
Εργαστήριο Αρχαιομετρίας, Ινστιτούτο Επιστήμης Υλικών, ΕΚΕΦΕ «∆ημόκριτος».
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το μάρμαρο είναι ένα ανθρακικό πολυκρυσταλλικό υλικό. Οι κρύσταλλοί του λαμπιρίζουν έντονα από διαφορετικές γωνίες στο φως. Από τον χαρακτηριστικό αυτόν λαμπιρισμό (μαρμαρυγή) πήρε το πέτρωμα αυτό το όνομα μάρμαρο, από την αρχαιότητα. Η μαρμαρυγή σε συνδυασμό με την λευκότητά του, που αποτελεί ιδανικό φόντο για βαφή, προσέλκυσαν το ενδιαφέρον και διέγειραν την πνευματική ανησυχία του ανθρώπου.
Η κρυσταλλική δομή του μαρμάρου αποτελείται είτε από ασβεστίτη (CaCO3) είτε από δολομίτη (CaMgCO3) ή από μίγμα των δύο. Όταν το μάρμαρο αποτελείται κυρίως από ασβεστίτη ονομάζεται ασβεστιτικό μάρμαρο, και όταν αποτελείται κυρίως από δολομίτη ονομάζεται δολομιτικό μάρμαρο. Τα πιο κοινά άσπρα μάρμαρα που χρησιμοποιήθηκαν στην αρχαιότητα είναι ασβεστιτικά, εντούτοις μερικές φορές, περιέχουν μικρότερες ή μεγαλύτερες ποσότητες δολομίτη. Το πιο γνωστό καθαρά δολομιτικό άσπρο μάρμαρο που χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα προέρχεται από την Θάσο. Εκτός από τα βασικά συστατικά, τον ασβεστίτη και τον δολομίτη, το μάρμαρο μπορεί να περιέχει επίσης μικρές ποσότητες άλλων ορυκτών όπως χαλαζία ή αργιλοπυριτικά ορυκτά (μοσκοβίτης, φλογοπίτης, χλωρίτης, κ.λπ.) και σε μερικές περιπτώσεις οξείδια σιδήρου ή γραφίτη που δίνουν φλέβες σε χρώμα πορτοκαλί ή γκρί/μπλε αντίστοιχα. Ο χαλαζίας είναι ένα πολύ σκληρό πυριτικό ορυκτό και η παρουσία του στο μάρμαρο δυσκολεύει το κόψιμο και την γλυπτική και στομώνει τα εργαλεία.
Ένα σημαντικό επίσης χαρακτηριστικό του μαρμάρου είναι το μέγεθος του κόκκου που μπορεί να κυμαίνεται από 0.5 χιλιοστά του μέτρου, μέχρι και 5 χιλιοστά. Όσο πιο λεπτόκοκκο είναι το μάρμαρο τόσο πιο λεπτές γλυπτικές λεπτομέρειες μπορούν να αποδοθούν. Μάρμαρο πάνω από 2-3 χιλιοστά σπάνια χρησιμοποιείται για γλυπτά αλλά μόνο για δομικά στοιχεία.
ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΜΑΡΟ
Η σχέση του ανθρώπου με το μάρμαρο αρχίζει πολύ νωρίς στην εξέλιξη του πολιτισμού, με την κατασκευή κάποιων πολύ σπάνιων μαρμάρινων χρηστικών αντικειμένων, όπως μικρά αγγεία και μπώλ, κατά τη Μέση Νεολιθική Περίοδο (4500 π.Χ.). Η ουσιαστική όμως σχέση του ανθρώπου με το μάρμαρο αρχίζει βασικά στην πρώιμη εποχή του χαλκού (γύρω στο 3000 π.Χ.) στα Κυκλαδίτικα νησιά του Αιγαίου. Το άσπρο μάρμαρο (Σχ. 1), που λαμπίριζε στο ξερό (χωρίς μεγάλη βλάστηση)
Κυκλαδίτικο τοπίο, τράβηξε ίσως την προσοχή του ανθρώπου που κατοίκησε τους τόπους αυτούς στην πρώιμη Κυκλαδική Εποχή (Σχ. 2). Η μοναδική συγκυρία της ανάπτυξης του Κυκλαδικού πολιτισμού πάνω στη Νάξο και τη Πάρο, νησιά γεμάτα μάρμαρο, οδήγησε στην γέννηση της γλυπτικής του μαρμάρου, της τέχνης που διαδόθηκε και επικράτησε σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο. Ο πρώιμος αυτός πολιτισμός δημιούργησε τα γνωστά κυκλαδικά ειδώλια απαράμιλλης αφαιρετικής σύλληψης και τέχνης. Για παράδειγμα ο “αρπιστής” που βρέθηκε στην Κέρο (Σχ. 3) είναι ένα αριστούργημα και όπως λένε οι ειδικοί, η ασφάλεια στην αρχιτεκτονική δομή της μορφής, συνδυασμένη με την εξαιρετικά σύνθετη αρμονία των καμπύλων όγκων, που αναπτύσσονται μέσα στο χώρο, δημιουργεί ένα μοναδικό πλαστικό σύνολο. Τα τέχνεργα αυτά είναι συνήθως μικρού μεγέθους, αλλά μερικά εντυπωσιάζουν φτάνοντας και σε μέγεθος ανθρώπου (Σχ. 4). Το μεγάλο αυτό έργο γυναικείας μορφής βρέθηκε στην Αμοργό και είναι ένα αριστούργημα της κυκλαδικής γλυπτικής, που σε μια τόσο πρώιμη εποχή κατορθώνει, να αποδώσει με τους πιο ευαίσθητους πλαστικούς κυματισμούς το γυναικείο σώμα. Πρέπει να τονιστεί ότι τη γλυπτική επεξεργασία συμπλήρωνε η χρωματική απόδοση του στόματος, των ματιών, της κόμης και άλλων λεπτομερειών του προσώπου. Τα αντικείμενα αυτά όταν τα είδε ο γνωστός άγγλος σύγχρονος γλύπτης Henry Moore έμεινε εμβρόντητος δηλώνοντας πως η τέχνη αυτή είναι τόσο μοντέρνα ώστε φαντάζει πραγματικά αδύνατο να φτιάχτηκαν 5000 χρόνια πριν. Τα έργα αυτά δηλώνουν μια εντυπωσιακή αφαιρετική τέχνη στη εξυπηρέτηση μιας θρησκευτικής ανάγκης. Ο Λόρδος Colin Renfrew (1972) έχει γράψει ότι: “Η δημιουργία αυτών των εντυπωσιακών μαρμάρινων γλυπτών ήταν περισσότερο από ένα σημαντικό καλλιτεχνικό επίτευγμα, ήταν μια ολοκληρωμένη έκφραση μιας θρησκευτικής έννοιας, μια νέα αποτελεσματική προβολή, με σημαντική επίδραση στην ηπειρωτική χώρα, την Κρήτη και τις Κυκλάδες”.
Αργότερα και κατά τη διάρκεια της Αρχαϊκής Περιόδου η χρήση του μαρμάρου γίνεται πιο εκτενής με την χρησιμοποίησή του σαν δομικό και διακοσμητικό υλικό σε μεγάλους ναούς και στην γλυπτική με την εμφάνιση στην περίοδο αυτή των Κούρων, των γνωστών μεγάλων μαρμάρινων γλυπτών, (Σχ. 5), ορισμένα εκ των οποίων είναι γιγαντιαίου μεγέθους. Τα επιβλητικά αυτά αριστουργήματα εντυπωσιάζουν με την ιδιόμορφη στατική αισθητική τους υποδηλώνοντας όμως και κάποια κίνηση. Με την πάροδο του χρόνου αρχίζουν να εμφανίζουν και κάποια πλαστικότητα (Σχ. 6). Η τέχνη αυτή όπως και των ειδωλίων έχει επίκεντρο πάλι τις Κυκλάδες συνεχίζοντας την αρχική παράδοση και ακολουθώντας την εξέλιξη του πολιτισμού στα Αιγαιοπελαγίτικα αυτά νησιά. Γρήγορα όμως ξεφεύγει από εκεί και διαδίδεται στην Αττική, την Θάσο και αλλού. Η ανάγκη για μεγάλους και ενιαίους όγκους μαρμάρου αυτή την περίοδο δημιούργησε τα πρώτα οργανωμένα μαρμάρινα λατομεία. Τα υπολείμματα των λατομείων αυτών μπορούν να εντοπιστούν από τα χαρακτηριστικά σημάδια των εργαλείων που σώζονται μέχρι και σήμερα σε διάφορες θέσεις στην Ελλάδα (Σχ. 7).
Λίγο αργότερα, στους κλασσικούς χρόνους το μάρμαρο γίνεται ακόμα πιο σημαντικό λόγω της εκτεταμένης πλέον χρήσης του στην αρχιτεκτονική, με την κατασκευή ναών και δημοσίων κτιρίων εξολοκλήρου από μάρμαρο και στον ίδιο χρόνο με την ανάπτυξη της απαράμιλλης τέχνης της πλαστικής γλυπτικής (Σχ. 8), μιας εξαιρετικά υψηλής αισθητικής αξίας που εξουσίασε την τέχνη για περισσότερο από μία χιλιετία. Το ιδεώδες του Αριστοτέλη ότι “Η τέχνη είναι η μίμηση της φύσεως” έγινε δόγμα στη ∆ύση μέχρι τουλάχιστον την Αναγέννηση.
Στη Ρωμαϊκή Εποχή, που διαδέχεται την Κλασσική Περίοδο, αναπτύσσεται έντονη γλυπτική παραγωγή και εμφανίζονται πληθώρα γλυπτών και κτιρίων
φτιαγμένα από μάρμαρο. Η ρωμαϊκή όμως τέχνη είναι σαφώς επηρεασμένη από την κλασσική εποχή. Κατά την περίοδο αυτή έγιναν και πάρα πολλά αντίγραφα γλυπτών της κλασσικής εποχής. Για παράδειγμα το γιγαντιαίο γλυπτό του τότε πλανητάρχη Αυγούστου (Σχ. 9) που κοσμεί την Prima Porta του Βατικανού, λέγεται ότι είναι σε στυλ επηρεασμένο από τον “∆ορυφόρο” (Σχ. 10), το οποίο είναι αντίγραφο του “∆ορυφόρου” του Πολύκλειτου, ενός χάλκινου αγάλματος της κλασσικής εποχής (450 π.Χ.) που παρίστανε αθλητή ο οποίος ρίχνει ακόντιο (δόρυ). Σύμφωνα με τους Lullies and Hirmer (1960), κατά τη διάρκεια της περιόδου της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας οι πλαστικοί καλλιτέχνες ήταν κυρίως Έλληνες αλλά η ελληνική αίσθηση της μορφής ήταν τροποποιημένη όλο και περισσότερο από ένα νέο ανακάτεμα των λαών και την επιρροή της ρωμαϊκής νοοτροπίας. Η έντονη ζήτηση του μαρμάρου στη περίοδο αυτή, τόσο για γλυπτά όσο και αρχιτεκτονήματα, επεκτείνει σημαντικά την εξόρυξη και διακίνηση του. Την περίοδο αυτή έχουμε χρήση εκτός από των λευκών και χρωματιστών μαρμάρων, κόκκινα, πράσινα, γκρίζα και μαύρα σε διακοσμητικούς αρχιτεκτονικούς συνδυασμούς.
Στη Βυζαντινή περίοδο, η οποία διαδέχεται τη Ρωμαϊκή το μάρμαρο συνεχίζει να αποτελεί βασικό υλικό γλυπτικής, μόνο που η τέχνη περιορίζεται κυρίως σε περίτεχνα αρχιτεκτονικά εκκλησιαστικά στοιχεία, όπως, κιονόκρανα, κίονες, τέμπλα, κλπ. (Σχ. 11).
Στην περίοδο της Αναγέννησης που ακολουθεί, όλες οι τέχνες εμπνέονται από το παρελθόν. Εντονότατη είναι η επίδραση στη γλυπτική από την ελληνική γλυπτική της Κλασσικής περιόδου. Το μάρμαρο είναι ξανά το υλικό για την έμπνευση και καλλιτεχνική δημιουργία στη ∆ύση. “Είδα τον άγγελο μέσα στο μάρμαρο και σκάλισα μέχρι να τον απελευθερώσω”, είπε ο Μιχαήλ Άγγελος όταν έφτιαξε τον “∆αβίδ” (Σχ. 12). Χαρακτηριστική είναι η επίδραση στο έργο αυτό του Μιχαήλ Αγγέλου, το οποίο φτιάχτηκε σχεδόν 2000 χρόνια μετά την Κλασσική εποχή, από τον Ερμή του Πραξιτέλους (Σχ. 8) και τον “∆ορυφόρο” του Πολύκλειτου (Σχ. 10).
Το μάρμαρο συνεχίζει όμως να εμπνέει σαν μέσο γλυπτικής, ακόμη και στη σύγχρονη ∆υτική τέχνη. Το μοντέρνο γλυπτό σε μάρμαρο του Constantin Brancusi, “Beginning of the World” (H αρχή του κόσμου), 1920, (Σχ. 13) είναι επηρεασμένο από τα χαρακτηριστικά οβάλ κεφάλια των Κυκλαδικών ειδωλίων που συμβολίζουν την αρχή του πολιτισμού. Επίσης η “Mademoiselle Pogany”, 1919 του ίδιου γλύπτη (Σχ. 14), λέγεται ότι είναι έντονα επηρεασμένη από τα κεφάλια με τα έντονα μάτια και την χαρακτηριστική μύτη της Προϊστορικής Κυκλαδικής τέχνης.
Τα παραπάνω είναι μόνο ελάχιστα παραδείγματα της εξέλιξης της αρχαίας ελληνικής τέχνης στο μάρμαρο και της επίδρασης της στη ∆ύση. ∆εν χωράει αμφιβολία ότι όπου και να βρεθεί κανείς στη σημερινή εποχή θα δει γλυπτά και αρχιτεκτονήματα φτιαγμένα σε μάρμαρο και επηρεασμένα λιγότερο ή περισσότερο από την αρχαία ελληνική τέχνη. Το μάρμαρο είτε σαν υλικό είτε σαν ελληνική τέχνη σφράγισε και σφραγίζει τον πολιτισμό, την τέχνη και την αρχιτεκτονική στη ∆ύση από την Ρωμαϊκή εποχή μέχρι σήμερα.
Ποια ήταν άραγε η αιτία που έκανε το υλικό αυτό το σημαντικότερο μέσο λατρευτικής και καλλιτεχνικής έκφρασης και μεταφοράς της τέχνης και του πολιτισμού από την Ελλάδα στη ∆ύση. Χωρίς να είμαι κατηγορηματικός και απόλυτος πιστεύω ότι οι λόγοι ήταν δύο. Η φύση του ίδιου του υλικού και η σχέση του με τον ελληνικό πολιτισμό. Το μάρμαρο είναι το μόνο πέτρωμα που έχει την ιδιότητα, να λαμπυρίζουν οι κρύσταλλοί του στο φως, είναι άσπρο, έχει διαφάνεια και είναι λιγότερο σκληρό από άλλα πετρώματα αλλά αρκετά σκληρό για να μην τρίβεται και να μη βγάζει σκόνη στη αφή, παραμένοντας ένα καθαρό υλικό για κάθε χρήση. Η σχέση του μαρμάρου με τον ελληνικό πολιτισμό ήταν αρχικά συγκυριακή αλλά στη
συνέχεια βαθιά συνειδητή. Ήταν ίσως συγκυριακό το γεγονός ότι ο χώρος της Ελλάδας, όπου αναπτύχθηκε ο πολιτισμός, είναι γεμάτος μάρμαρο. Αλλά και η ίδια ίσως η ανάπτυξη της Ελληνικής τέχνης δεν θα ήταν αυτή που είναι σήμερα αν δεν υπήρχε το μάρμαρο. Το γεγονός πάντως είναι πως ο συνδυασμός αυτός ήταν τόσο ευεργετικός που ανέβασε την ελληνική γλυπτική τέχνη σε επίπεδα τόσο ψηλά που κυριάρχησε στον ∆υτικό πολιτισμό για χιλιάδες χρόνια.
Το μάρμαρο λοιπόν είναι αναμφισβήτητα ένα πολύτιμο υλικό και γι’ αυτό ταξίδευε μεγάλες αποστάσεις, είτε σαν πρώτη ύλη, είτε σαν έτοιμο αντικείμενο. Το σημαντικό ερώτημα που καλούμαστε σήμερα να επομένως να απαντήσουμε είναι, από πού έρχεται και πού πάει, τι ταξιδεύει κάθε φορά: Η πρώτη ύλη? Το έτοιμο αντικείμενο? Οι τεχνίτες? ή Οι ιδέες?.
ΜΑΡΜΑΡΟ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
Για την κατανόηση του φαινομένου της χρήσης και διακίνησης του μαρμάρου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα απαιτούνται συνδυασμένες μελέτες τόσο από τις Φυσικές Επιστήμες όσο και από την Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης. Η περιγραφή και ο προσδιορισμός των αρχαίων εργαστηρίων μαρμαρογλυπτικής σε συνδυασμό με το πολιτισμικό περιβάλλον είναι έργο της Αρχαιολογίας. Η εξέλιξη της τέχνης είναι έργο των Ιστορικών της Τέχνης και ο χαρακτηρισμός των διαφόρων τύπων μαρμάρου και ο προσδιορισμός του τόπου προέλευσης τους είναι υπόθεση των Φυσικών Επιστημών.
Σε αυτή τη προσπάθεια οι Φυσικές Επιστήμες συμβάλλουν όλο και περισσότερο με ανάπτυξη εξειδικευμένων μεθόδων για την διερεύνηση του μαρμάρου των μνημείων. Η συστηματική εφαρμογή των μεθόδων αυτών οδηγεί στην εξαγωγή πολύ σημαντικών ιστορικών πληροφοριών. Συγκεκριμένα, η διερεύνηση του μαρμάρου με φυσικοχημικές μεθόδους μπορεί:
- Να προσδιορίσει τον τόπο προέλευσης της πρώτης ύλης ενός μνημείου και να δώσει πληροφορίες για τη χρήση και εκμετάλλευση των λατομείων μαρμάρου, τις διάφορες εποχές.
- Να δώσει πληροφορίες για τη διάχυση των εργαστηρίων γλυπτικής, τόσο στην αρχαιότητα, όσο και στη νεότερη ιστορία, για το εμπόριο του μαρμάρου και την οικονομία που σχετίζεται με αυτό, επίσης για την επεξεργασία της επιφάνειας του μαρμάρου και την αλλοίωσή της με το χρόνο.
- Να βοηθήσει στο ταίριασμα κομματιών για την ιστορική σύνδεσή τους, τη συμπλήρωση και την αναστήλωση μνημείων.
Για τον προσδιορισμό της προέλευσης του μαρμάρου που παρέχει πληροφορίες για τα παραπάνω, οι φυσικοχημικές μέθοδοι έχουν ανεκτίμητη συμβολή κυρίως στα λευκά μάρμαρα τα οποία είναι πολύ δύσκολο να χαρακτηριστούν με άλλους εμπειρικούς και μακροσκοπικούς τρόπους. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται, σήμερα, για το χαρακτηρισμό και την προέλευση του μαρμάρου είναι αρκετές. Κατά σειρά αποτελεσματικότητας αυτές είναι:
- Φασματοσκοπία Ηλεκτρονικού Παραμαγνητικού συντονισμού (EPR), που μετράει παραμαγνητικά ιόντα, κρυσταλλικές ατέλειες και οργανικές ρίζες.
- Μέτρηση μέγιστου κόκκου του μαρμάρου με οπτική μικροσκοπία.
- Ανάλυση Σταθερών Ισοτόπων με την οποία προσδιορίζεται ο λόγος τωνισοτόπων του άνθρακα (13C/12C) και του οξυγόνου (18Ο/16Ο).
- Πετρογραφική Ανάλυση, που απαιτεί τομή ενός κομματιού μαρμάρου και τη δημιουργία μιας λεπτής τομής η οποία εξετάζεται στο οπτικό μικροσκόπιο.
- Ανάλυση με Νετρονική Ενεργοποίηση, με την οποία προσδιορίζεται ησυγκέντρωση ελαχιστότατων ποσοτήτων χημικών στοιχείων (ιχνοστοιχείων),με χρήση πυρηνικού αντιδραστήρα.
- Καθοδοφωταύγεια με την οποία μετράται το φως που εκπέμπεται ότανκομμάτια μαρμάρου εκτίθενται σε δέσμες ηλεκτρονίων (Barbin et al 1992).
Η μέθοδος της Φασματοσκοπίας Ηλεκτρονικού Παραμαγνητικού Συντονισμού (EPR) είναι μία καινούρια τεχνική η οποία είχε προταθεί αρχικά από τους Gordichi et al. (1983), αλλά ουσιαστικά αναπτύχθηκε στο Εργαστήριο Αρχαιομετρίας του ∆ημόκριτου με συστηματική έρευνα τα τελευταία 15 χρόνια (Maniatis et al. 1988, Μαντή 1993, Πολυκρέτη 1999, Polykreti and Maniatis 2001). Η τεχνική αυτή ανιχνεύει τα ιόντα του μαγγανίου (Mn2+), τα ιόντα του σιδήρου (Fe3+) και άλλα παραμαγνητικά ιόντα τα οποία βρίσκονται μέσα στο κρύσταλλο του μαρμάρου. Το ενδιαφέρον είναι ότι με την τεχνική αυτή δεν ανιχνεύεται μόνο απλά η ύπαρξη και η συγκέντρωσή των ιόντων αυτών αλλά και το φυσικοχημικό περιβάλλον μέσα στο κρύσταλλο του μαρμάρου. ∆ίνει επομένως τόσο ποσοτικές όσο και ποιοτικές πληροφορίες οι οποίες σχετίζονται με τις συνθήκες δημιουργίας του κάθε πετρώματος μαρμάρου.
Η μέθοδος της Ανάλυσης Σταθερών Ισοτόπων ξεκίνησε από την Αμερική (Herz 1988) και το Βέλγιο (Moens et al 1992) και βασίζεται στην εξής αρχή: την στιγμή που δημιουργείται ένα πέτρωμα μαρμάρου, επικρατούν συγκεκριμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας οι οποίες επιδρούν στις αναλογίες των ισοτόπων του άνθρακα και του οξυγόνου με τις οποίες φτιάχνονται οι κρύσταλλοι του μαρμάρου. Οι αναλογίες επομένως των ισοτόπων χαρακτηρίζουν τα διάφορα ήδη μαρμάρου και διαχωρίζουν με κάποιες επικαλύψεις τα διάφορα λατομεία μαρμάρου μεταξύ τους.
Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑ∆Α ΣΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΟ
Η σημερινή Ελλάδα πρωτοστατεί στην έρευνα στο τομέα του χαρακτηρισμού και του προσδιορισμού προέλευσης του μαρμάρου. Όπως αναφέρθηκε, η τεχνική της φασματοσκοπίας EPR σε συνδυασμό με τη μέτρηση του Μέγιστου Κόκκου έχει αναπτυχθεί στο Εργαστήριο Αρχαιομετρίας του ΕΚΕΦΕ «∆ημόκριτος». Προσφάτως η αναπτυσσόμενη μεθοδολογία περιλαμβάνει συνδυασμό παραμέτρων και με την τεχνική των ισοτόπων. Ο συνδυασμός των τριών πρώτων από τις παραπάνω τεχνικές επιλύει σχεδόν το σύνολο των προβλημάτων προέλευσης του μαρμάρου γλυπτών και μνημείων. Οι υπόλοιπες τεχνικές είναι συμπληρωματικές και μπορούν να χρησιμοποιηθούν εφόσον το πρόβλημα δεν λύνεται με τις 3 πρώτες.
Για τον προσδιορισμό της προέλευσης του μαρμάρου ενός γλυπτού δεν φτάνει να έχει μόνο κανείς μία καλή τεχνική αλλά πρέπει να έχει δημιουργηθεί μία πολύ καλή βάση δεδομένων από μάρμαρο γνωστών λατομείων. Η δημιουργία της βάσης αυτής είναι και το δυσκολότερο μέρος της προσπάθειας, διότι απαιτεί τον εντοπισμό των αρχαίων λατομείων μαρμάρου στα βουνά και συστηματική δειγματοληψία και ανάλυση. Το σχήμα 15, δείχνει ένα από τα μεγαλύτερα μέτωπα μαρμάρου στα λατομεία του Πεντελικού όρους. Τα αρχαία κοψίματα και ίχνη εργαλείων που χρησιμοποιήθηκαν για την αφαίρεση μεγάλων όγκων μαρμάρου είναι εμφανή. Στο σχήμα 16 φαίνεται μία θέση στα αρχαία λατομεία στην περιοχή Μέλανες της Νάξου όπου έχει εγκαταλειφθεί και ένα ημιτελές άγαλμα κούρου, ίσως επειδή έσπασε το πόδι ή από άλλη αιτία. Τα λατομεία αυτά έχουν συστηματικά μελετηθεί και ληφθεί δείγματα σχεδόν από όλα τα σημεία στο βουνό. Η ίδια προσέγγιση έχει γίνει και σε πολλά άλλα γνωστά λατομεία σε διάφορα μέρη της Ελλάδος, όπως π.χ. στη Πάρο όπου υπάρχουν και υπόγεια λατομεία (Σχήμα 17) (Maniatis and Polikreti 2000) από τα οποία εξορύσσονταν το καταπληκτικής διαφάνειας μάρμαρο, ο περίφημος «λυχνίτης», με το οποίο έχουν γίνει αριστουργήματα στην αρχαιότητα (Ερμής του Πραξιτέλη, Αφροδίτη της Μήλου κ.α.) και πολύ πιθανόν και της νεώτερης ιστορίας μας (Η κοιμωμένη του Χαλεπά? στο 1ο Νεκροταφείο της Αθήνας), που μένει όμως να αποδειχθούν με την εφαρμογή φυσικοχημικών μεθόδων. Επίσης έχουν μελετηθεί και αναλυθεί τα λατομεία της Θάσου, του Υμηττού, της Προκοννήσου στην Προποντίδα, και πρόσφατα της Βόρειας Ελλάδας (Βέρμιο, Πιέρια, Καμβούνια) (Βάκουλης 2000).
Τα δείγματα από τα λατομεία αυτά έχουν χρησιμοποιηθεί για να δημιουργηθεί η βάση δεδομένων του Εργαστηρίου Αρχαιομετρίας μέσω της οποίας μπορούν να απαντηθούν τα ερωτήματα προέλευσης για το μάρμαρο κάποιου μνημείου. Η βάση δεδομένων συνεχώς αυξάνεται και επεκτείνεται. Για παράδειγμα, αυτή τη στιγμή αναλύονται και οι παράμετρόι τους αναμένεται να εισαχθούν σύντομα στην τράπεζα δεδομένων, μία μεγάλη σειρά δειγμάτων από λατομεία της Μικράς Ασίας, όπως το Αφιόν (∆οκίμιον), Αφροδισιάδα, Έφεσος, Ουσάκ, τα οποία έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην Ελληνιστική και Ρωμαϊκή Εποχή.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής της μεθοδολογίας φασματοσκοπία EPR με Μέγιστο Μέγεθος Κόκκου που αναπτύχθηκε στο ΕΚΕΦΕ «∆ημόκριτος»φαίνεταιστο. Πρόκειταιγιατοπερίφημογιγαντιαίο ρωμαϊκό γλυπτό του Αυγούστου ( ) το οποίο κοσμεί την Prima Porta του Βατικανού και όπως αναφέρθηκε παραπάνω λέγεται ότι είναι επηρεασμένο από τον ∆ορυφόρο του Πολύκλειτου. Η προέλευση του μαρμάρου του αγάλματος αυτού είχε σημαντικό ενδιαφέρον για την Ιστορία της Τέχνης, την εμπορία και διακίνηση του μαρμάρου τον 1ο π.Χ. αιώνα. Μετά την ανάλυση, στην πρώτη σύγκριση των παραμέτρων του δείγματος με την τράπεζα δεδομένων του Εργαστηρίου Αρχαιομετρίας, στην οποία χρησιμοποιούνται οι παράμετροι: “συγκέντρωση Mn2+” και “Μέγιστο Μέγεθος Κόκκου” λογαριθμημένες, διαπιστώνεται ότι το δείγμα (Κωδικός Η1) πέφτει σε περιοχή επικάλυψης μεταξύ των πεδίων των λατομείων της Πάρου και του Υμηττού (Σχήμα 18). Οι ελλείψεις δείχνουν τα πεδία των παραμέτρων των διαφόρων λατομείων. Στη συνέχεια χρησιμοποιείται συνδυασμός άλλων παραμέτρων από την φασματοσκοπία EPR, ο οποίος διαχωρίζει στο μέγιστο βαθμό τα συγκεκριμένα δύο αυτά λατομεία (Σχήμα 19) και διαπιστώνεται ότι το δείγμα από το άγαλμα του Αυγούστου πέφτει καθαρά στην περιοχή των λατομείων της Πάρου, προσδιορίζοντας έτσι σαφώς την προέλευση του μαρμάρου από την Πάρο. Το αποτέλεσμα αυτό ήταν από πλευράς ιστορίας τέχνης πολύ σημαντικό και μη αναμενόμενο (Pollini et al. 1998) καθώς ένα τέτοιο ογκώδες άγαλμα θα ήταν πιο εύκολο να γίνει από Ιταλικό μάρμαρο. Όμως η γοητεία του Παριανού λυχνίτη, λεπτόκοκκου μαρμάρου με εξαιρετική διαφάνεια, και η σύνδεση αυτού του μαρμάρου με την εξαίσια αρχαία ελληνική τέχνη έκανε τους ρωμαίους να μην υπολογίσουν κόπο και κόστος προκειμένου να πλησιάσουν όσο μπορούν την αρχαία τέχνη όχι μόνο στην γλυπτική αλλά και στο υλικό.
Αυτή τη στιγμή εκτελούνται πολλά ερευνητικά προγράμματα στο Εργαστήριο Αρχαιομετρίας του ∆ημόκριτου που αφορούν σύνθετα θέματα προέλευσης και διακίνησης του μαρμάρου από την Νεολιθική Εποχή μέχρι τα χρόνια της Νεώτερης Ιστορίας μας. Για την έρευνα αυτή αναπτύσσονται νέες μεθοδολογίες με συνδυασμό παραμέτρων από διάφορες τεχνικές.
Η μέχρι στιγμής συσσωρευμένη γνώση για την ανάπτυξη της μαρμαρογλυπτικής τέχνης και την διάδοσή της στην ∆ύση και Ανατολή δείχνει ότι πρόκειται για μια διαδικασία που θα μπορούσα να χαρακτηρίσω σαν “Out of Cyclades”. Η πρώτη χρήση μαρμάρου για σκεύη ξεκίνησε στις Κυκλάδες (Νάξο) την Νεολιθική εποχή και η πρώτη γλυπτική λατρευτικού τύπου στην Εποχή του Χαλκού με τα γνωστά ειδώλια, πάλι στις Κυκλάδες (Νάξο και Πάρο). Την εποχή αυτή η διακίνηση του μαρμάρου είναι μικρή και περιορίζεται μόνο μέσα στα νησιά των Κυκλάδων (Μανιάτης και Πολυκρέτη 2002). Κατά την Αρχαϊκή Εποχή αρχίζει ευρύτερη χρήση του Ναξιακού και Παριανού μαρμάρου, αντικείμενα από το οποίο (κούροι, ανθέμια κ.α.) ταξιδεύουν πλέον πέρα από τις Κυκλάδες, διακίνηση η οποία εντείνεται και επεκτείνεται κατά την Κλασσσική Εποχή. Επιπλέον την Αρχαϊκή- Κλασσική Εποχή ενεργοποιούνται τα λατομεία της Αττικής, αρχικά του Υμηττού και μετά της Πεντέλης και παίζουν σημαντικό ρόλο, ειδικά το μάρμαρο της Πεντέλης ταξιδεύει σε μεγάλες αποστάσεις. Τέλος την ίδια εποχή ενεργοποιούνται και τα λατομεία της Θάσου. Αργότερα, στην Ελληνιστική – Ρωμαϊκή Εποχή, έχουμε ενεργοποίηση των λατομείων της Μικράς Ασίας, κατασκευάσματα από τα οποία διακινούνται σε πολύ μεγάλες αποστάσεις, ιδιαίτερα από την Προκόνησσο και το Αφιόν (∆οκίμιο). Η Προκόννησος συγκεκριμένα διακινεί τεράστιες ποσότητες κατά την Βυζαντινή περίοδο σχεδόν σε όλη τη Μεσόγειο για διακοσμητικά μέλη χριστιανικών εκκλησιών. Σε αυτό βοηθάει ασφαλώς η εξάπλωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Κατά την Ρωμαϊκή εποχή έχουμε επίσης ενεργοποίηση των λατομείων της Καράρα στην Ιταλία τα οποία κυριάρχησαν σε εξαγωγή μαρμάρου στους επόμενους χρόνους στη κεντρική και δυτική Ευρώπη.
Επίσης στην Ελληνιστική Εποχή έχουμε λατομευτική δραστηριότητα στη Μακεδονία και κυρίως στο Βέρμιο, Νάουσα, Κοζάνη, Τρανόβαλτο. Μάρμαρο από τις περιοχές αυτές χρησιμοποιείται κυρίως σαν δομικό υλικό σε οικοδομήματα, ενώ έχει διαπιστωθεί ότι για πιο καλαίσθητα γλυπτά χρησιμοποιείται μάρμαρο από την Πεντέλη (Βάκουλης 2000). Η μέχρι στιγμής έρευνα στα λατομεία αυτά έχει δείξει μόνο τοπική χρήση στην ευρύτερη περιοχή και όχι διακίνηση του μαρμάρου αυτού πέρα από την Μακεδονία. Τα πρώτα αυτά αποτελέσματα μένει να τεκμηριωθούν καλύτερα με περισσότερες αναλύσεις στο μέλλον.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ο αρχαίος ελληνικός κόσμος αξιοποίησε το δώρο της φύσης σε αυτόν τον τόπο που λέγεται μάρμαρο. Με βάση το υλικό αυτό δημιούργησε μια ασύλληπτη τέχνη και ένα πολιτισμό που είχε απίστευτα σημαντική επίδραση στη ∆ύση.
Η σύγχρονη ελληνική επιστήμη πρωτοστατεί ξανά στην έρευνα για την διερεύνηση της ιστορικής αυτής εξέλιξης προσφέροντας καινούρια γνώση.
Η πρόκληση για το μέλλον της χώρας είναι: Μπορεί ο σημερινός έλληνας να αναπτύξει το πνεύμα και τη γνώση σε τέτοιο βαθμό που να επηρεάσει ξανά τη δύση σήμερα ή έστω αύριο? Αν δεν το κάνουμε θα μείνουμε αφελείς θαυμαστές της αρχαιότητας!
Πηγή: www.flevarm.gr