Στην κοιλάδα της Αγριλέζας, περίπου 4 km βόρεια από το ακρωτήριο του Σουνίου , βρίσκονται τα λατομεία από τα οποία εξορύχθηκε το μάρμαρο για την οικοδόμηση του ναού του Ποσειδώνα και της Αθηνάς στο Σούνιο.
Μια αρχαία οδός, που διατηρείται ακόμη κατά διαστήματα, οδηγεί από το Σούνιο προς τα λατομεία. Η εξόρυξή του ανάγεται στον 5ο π.Χ. αι. και γινόταν από πολλά μέτωπα, μερικά από τα οποία διακρίνονται ως σήμερα.

Κατά τον Lepsius (1893), που πρώτος χαρτογράφησε γεωλογικά την Αττική, τα λατομεία δεν είναι μεγάλων διαστάσεων και δείχνουν τον επιμελή και χαρακτηριστικό τρόπο εκμετάλλευσης των αρχαίων : κατακόρυφα επίπεδα και κάθετα μεταξύ τους μέτωπα, οριζόντια λαξευμένες επιφάνειες, κυκλικές κοιλότητες, από τις οποίες έχουν εξορυχθεί οι σπόνδυλοι των κιόνων των ναών του Σουνίου, και άλλα ίχνη που μαρτυρούν την “αρχαιότητα” των λατομείων αυτών, τα οποία ελάχιστα έχουν πειραχθεί από τους νεωτέρους.


Σε αντίθεση με τα αρχαία μνημεία από πεντελικό μάρμαρο, τα οποία, έχουν την καστανόχρωμη “πατίνα”, τα μάρμαρα των ναών του Σουνίου δεν έχουν τέτοια, παρά την ισχυρή διάβρωση την οποία έχουν υποστεί. Αυτό οφείλεται στην απουσία σιδηρούχου σκόνηςστο πέτρωμα της Αγριλέζας (Lepsius). Η μικροσκοπικά παρατηρούμενη σκόνη είναι μάλλον αργιλοπυριτικής σύστασης και σε αυτήν οφείλεται το λευκό χρώμα του μαρμάρου (διότι αυτή ανακλά και διαχέει το φως που προσπίπτει χωρίς εκλεκτική απορρόφηση του φάσματος). Οι κυανότεφρες και τεφρές αποχρώσεις θα οφείλονται στην ύπαρξη και ανθρακούχου σκόνης, όπως και στη διαύγεια και διαφάνεια του ασβεστίτη.
Η κατοίκηση της περιοχής φαίνεται ότι έχει αναφορές στην πρώιμη ενδεχομένως ακόμη αρχαιότητα.Μέσα στα καλλιεργημένα χωράφια, με το γεμάτο πέτρες χώμα υπάρχει μια πληθώρα από σπασμένα μάρμαρα, που προέρχονται από λατόμευση, αλλά και μια πρώτη κατεργασία, παίρνοντας το ωφέλιμο σώμα του μαρμάρου, χωρίς περιττά, άχρηστα βάρη. Είναι πολύ πιθανό αυτές όλες οι επιφάνειες των χωραφιών, με τα απολεπίσματα των μαρμάρων να είναι επιχωμένες επιφάνειες αρχαίων λατομείων, που σκεπάστηκαν εν συνεχεία από φερτές ύλες, που μετέφερε ο ξεροπόταμος, αποθέτοντάς τες στις όχθες του.

Μάρμαρα υπάρχουν και σε άλλες περιοχές της Λαυρεωτικής, όπως κοντά στον Κυπριανό και στο Θορικό. Ανήκουν στο ανώτερο μάρμαρο, είναι λεπτοκοκκώδη έως στιφρά και κάποιες φορές σχιστοφυή έως λεπτοπλακώδη και παρουσιάζουν ανοικτότερες και σκοτεινότερες ραβδώσεις ή γενικά κυανοτεφρόλευκο έως λευκό χρώμα. Περιέχουν μοσχοβιτικές ενστρώσεις και φλεβίδια. Το αρχαίο θέατρο του Θορικού βρίσκεται σε κυανότεφρο μάρμαρο και έχει κατασκευαστεί από επιτόπια εξορυχθέντες ογκόλιθους.
*Ταυτοποίηση της προέλευσης με επιστημονικές μεθόδους δεν έχει γίνει. Επισημαίνεται ότι εκτός από τις κλασικές μεθόδους πχ. πετρογραφική ανάλυση στο οπτικό μικροσκόπτιο, υπάρχουν σύγχρονες μέθοδοι όπως η Φασματοσκοπία Παραμαγνητικού Συντονισμού (EPR), η μέτρηση Μέγιστου Κόκκου με οπτική μικροσκοπία, η μέθοδος ανάλυσης σταθερών ισοτόπων κλπ., ο συνδυασμός των οποίων επιλύει σχεδόν το σύνολο των προβληµάτων προέλευσης του µαρµάρου γλυπτών και µνηµείων. Μάλιστα οι τεχνικές αυτές έχουν εφαρμοστεί με επιτυχία στα εργαστήρια Αρχαιομετρίας του Ινστιτούτου Επιστήμης Υλικών του ΕΚΕΦΕ “Δημόκριτος”. Επίσης το ΙΓΜΕ διαθέτει σημαντική τεχνογνωσία σε γεωαρχαιολογικές έρευνες με τελευταίο παράδειγμα την ταυτοποίηση των δομικών λίθων του Πανάγιου Τάφου.
Του Πέτρου Τζεφέρη
Πηγή: www.oryktosploutos.net