Η συμβολή της εξορυκτικής βιομηχανίας στην ανάπτυξη της Εθνικής Οικονομίας

Eltrak - Cat banner ad

Του κ Ανανία Τσιραμπίδη Ομότιμου καθηγητή ΑΠΘ

Η Ελλάδα, σε σχέση με πολλές άλλες χώρες ανάλογης έκτασης, θεωρείται πολύ προνομιούχα για τον ορυκτό πλούτο που διαθέτει. Μεγάλη ποικιλία βιομηχανικών και μεταλλικών ορυκτών βρίσκονται στο υπέδαφός της. Επιπλέον, ο εντοπισμός τα τελευταία χρόνια σημαντικών αποθεμάτων υγρών και αέριων υδρογονανθράκων στην Ελληνική ΑΟΖ, αποτελεί πολύ ενθαρρυντικό γεγονός. Η Ελλάδα συνεχίζει να διατηρεί πρώτες θέσεις παγκοσμίως στην παραγωγή και στις εξαγωγές μαγνησίτη, μπεντονίτη, περλίτη, κίσσηρης και χουντίτη. Επενδύσεις σε εξοπλισμό υψηλής παραγωγικότητας και χαμηλής κατανάλωσης ενέργειας, για την παραγωγή προϊόντων υψηλής αξίας με καλύτερες ιδιότητες, θεωρούνται προαπαιτούμενα για μεγαλύτερη ανάπτυξη των εξορυκτικών επιχειρήσεων στο μέλλον.

Stonetech banner ad
Stonetech banner ad

Tα πιθανά και βέβαια αποθέματα των περισσότερων από τους ορυκτούς πόρους της Ελλάδος είναι άγνωστα, αφού απουσιάζουν οι λεπτομερείς έρευνες (π.χ. γεωτρήσεις, μετρήσεις, αναλύσεις κ.ά.). Η συνολική αξία των αποθεμάτων είναι σε συνάρτηση της τεχνοοικονομικής προσέγγισης της εκμετάλλευσής τους σε συνδυασμό με την ποιότητά τους, τις διεθνείς τιμές αγοράς και ζήτησης, με βάσει εκτιμήσεων που γίνονται σε βάθος χρόνου. Η ορθολογική εκμετάλλευση αυτών των πόρων μπορεί να παράξει αξία δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ μέσα στα προσεχή δέκα χρόνια, η οποία μπορεί να εικοσαπλασιαστεί από την παραγωγή καθετοποιημένων προϊόντων. Έτσι, καθετοποιημένες μονάδες εξόρυξης και επεξεργασίας, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα παραγωγής τελικών προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, θα συμβάλλουν πολύ πιο σύντομα στη ραγδαία ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας και ουσιαστικά στην περιφερειακή ανάπτυξη.

Σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας μπορεί να επιτευχθεί με την παραχώρηση δικαιωμάτων εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου της Ελλάδος σε μεγάλους και εξειδικευμένους επιχειρηματικούς ομίλους του εξωτερικού για πολλές δεκαετίες, προσφέροντας αξιόλογα ανταλλάγματα στο δημόσιο (τέλη, μισθώματα, φόροι) και τις τοπικές κοινωνίες (θέσεις εργασίας, τέλη υπέρ ΟΤΑ, έργα κοινής ωφέλειας κτλ. Αυτονόητο είναι ότι όλα αυτά θα οδηγήσουν στην ουσιαστική μείωση του δημόσιου χρέους και στην ανάταξη του επενδυτικού κλίματος στη χώρα μας.

Το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλαίσιο εξόδου της Ελλάδος από την κρίση

Η Ελλάδα απέφυγε την πτώχευσή της με τη συμφωνία των 17 ηγετών της Ευρωζώνης της 21ης Ιουλίου 2011 με το δεύτερο πακέτο βοήθειας των 158 δισ. €. Από αυτά, τα 49 δισ. € ήταν η συμμετοχή ιδιωτών. Έτσι, η Ευρώπη αποφάσισε να δώσει μία δεύτερη ευκαιρία στην Ελλάδα, κάτω από τις ασφυκτικές πιέσεις των αγορών και φόβων ότι η κρίση χρέους μπορεί να μεταδοθεί και στον πυρήνα της Ευρωζώνης. Αυτό το πακέτο πρόσφερε στη χώρα μας τις αναπνοές που χρειάζεται για τη σταδιακή αποκατάσταση της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας. Επίσης, οι Ευρωπαίοι ηγέτες έκαναν τους όρους του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας πιο ευέλικτους.

Για την περίοδο 2011-15 προβλεπόταν αποκρατικοποιήσεις, επιβολή νέων φόρων και περικοπές δαπανών, συνολικού ύψους 28,5 δισ. €, με στόχο τη συγκράτηση του ελλείμματος στο 7,5% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος. Ειδικότερα, προβλεπόταν οι εξής μεταρρυθμίσεις: εξορθολογισμός μισθολογικών δαπανών, μειώσεις λειτουργικών δαπανών, καταργήσεις/συγχωνεύσεις φορέων, μειώσεις επιχορηγήσεων, αναδιοργάνωση Δημόσιων Επιχειρήσεων και Οργανισμών, μείωση αμυντικών δαπανών, εξορθολογισμός ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, μείωση δαπανών και βελτίωση εσόδων των 32 Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης και καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής, ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης με νέα φορολογικά μέτρα, μείωση φοροαπαλλαγών και αύξηση εσόδων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Δυστυχώς όμως, στο τέλος του 2020 αρκετές από αυτές τις μεταρρυθμίσεις προχωρούν αργά.

Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης προβλέπει ότι για να επιστρέψει το δημόσιο χρέος της Ελλάδος σε βιώσιμα επίπεδα θα πρέπει να περάσει “διάστημα μίας γενιάς”. Σύμφωνα με συντηρητικές παραδοχές σχετικά με την ανάπτυξη και τα επιτόκια, και εφόσον οι δημοσιονομικές και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις εφαρμοστούν πλήρως, η σχέση χρέους/ΑΕΠ θα μπορούσε να φτάσει κάτω από το 100% του ΑΕΠ στις επόμενες δύο δεκαετίες. Χρειάζονται μέτρα για ενίσχυση των επενδύσεων και της ανάπτυξης τα οποία θα δώσουν στην Ελλάδα τον χρόνο που απαιτείται για να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα και τις εξαγωγικές επιδόσεις της. Παρά τις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις, οι μεταρρυθμίσεις που έχουν υλοποιηθεί ή σχεδιάζονται θα ωφελήσουν την πατρίδα μας για πολλά χρόνια στο μέλλον, καθώς θα αυξήσουν την ανάπτυξη και το βιοτικό μας επίπεδο. Μια βασική προϋπόθεση της επιτυχίας είναι ότι το βάρος και τα οφέλη της μεταρρύθμισης πρέπει να κατανεμηθούν δίκαια. Σαφώς, το κλειδί της επιτυχίας θα είναι στην εφαρμογή, η οποία θα πρέπει να είναι άψογη. Αν και η οικονομία είναι ακόμη αδύναμη και η πορεία προς την ανάκαμψη είναι μεγάλη, η αύξηση των εξαγωγών είναι ένα σημάδι ότι όσες μεταρρυθμίσεις πραγματοποιήθηκαν άρχισαν να αποδίδουν καρπούς. Με βάση το πιο αισιόδοξο σενάριο, το 2035 θα επιτευχθεί μείωση του χρέους στο 100% του ΑΕΠ. Προϋπόθεση είναι η Ελλάδα από το 2021 και έπειτα να πετυχαίνει πρωτογενές πλεόνασμα μεγαλύτερο του 3,5%.

Το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο, το οποίο απηχεί τις θέσεις περισσότερων των 400 τραπεζών, ανέμενε το 2020 το ελληνικό δημόσιο χρέος να έχει μειωθεί σε διψήφιο ποσοστό του ΑΕΠ. Δυστυχώς όμως, εξαιτίας της παρατεταμένης ύφεσης και του αυξημένου δανεισμού με ομόλογα και έντοκα γραμμάτια, για να χρηματοδοτηθούν οι αυξημένες δαπάνες του προϋπολογισμού, στο πλαίσιο των μέτρων στήριξης της οικονομίας από την πανδημία, το δημόσιο χρέος ξεπέρασε το 200% του ΑΕΠ. Έτσι, η Ελλάδα γίνεται η δεύτερη χώρα μετά την Ιαπωνία, που θα έχει χρέος υπερδιπλάσιο του ΑΕΠ της, με τη διαφορά ότι το ιαπωνικό δημόσιο χρέος είναι εσωτερικό. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, το ύψος του ακαθάριστου δημόσιου χρέους, στο τέλος του περασμένου Ιουνίου ανήλθε στο ποσό των 362,87 δισ. ευρώ.

Η ιδιωτικοποίηση των προβληματικών δημόσιων επιχειρήσεων, οι μεταρρυθμίσεις στην οικονομία και στη δομή του κράτους, το τέλος των σκληρών κομματικών αντιπαραθέσεων, η δημιουργία αποτελεσματικών ελεγκτικών μηχανισμών και η βελτίωση της φορολογικής συνείδησης πρέπει να προχωρήσουν με πιο γοργούς ρυθμούς. Πιστεύεται πως ο αυξανόμενος ρόλος του ιδιωτικού τομέα σταδιακά θα θέσει τέλος στην αργομισθία του αντίστοιχου δημόσιου. Κακοδιαχείριση και κατασπατάληση του χρήματος των φορολογούμενων πρέπει να πάψουν οριστικά. Χρειαζόμαστε επειγόντως ένα μακροπρόθεσμο επενδυτικό πρόγραμμα, ένα σχέδιο ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας, αλλά και ουσιαστική βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος τα επόμενα χρόνια.

Τα πλεονεκτήματα της Ελλάδος είναι η γεωστρατηγική θέση της, που δίνει τη δυνατότητα πρόσβασης σε αγορές 170 εκατ. καταναλωτών της Βαλκανικής, το δίπτυχο ήλιος – θάλασσα το οποίο ευνοεί επενδύσεις στον τουρισμό, όπου υπάρχουν ακόμη πολλά περιθώρια ανάπτυξης, αλλά και στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), καθώς και η εκμετάλλευση ορυκτών πρώτων υλών που μέχρι σήμερα παραμένουν ανεκμετάλλευτες (π.χ. πετρέλαιο, φυσικό αέριο, χρυσός, ζεόλιθος κ.ά.). Τα αρνητικά της χώρας περιλαμβάνουν: γραφειοκρατικά εμπόδια στην ίδρυση και λειτουργία νέων επιχειρήσεων, αδιαφάνεια, υψηλή φορολογία και συνεχείς τροποποιήσεις στο θεσμικό πλαίσιο. Οι αλλαγές σ’ αυτούς τους τομείς είναι αναγκαίες και επείγουσες.

Οι εξορυκτικές επιχειρήσεις

Η ανάπτυξη της εξορυκτικής και μεταλλουργικής βιομηχανίας στην Ελλάδα αποτελεί ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων χωρών της Ε.Ε. και αυτό πρέπει να αξιοποιηθεί με προφανή τα οφέλη για την εθνική οικονομία. Η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της χώρας μας εκτός των άλλων θα μπορούσε να συμβάλλει σημαντικά στην περιφερειακή ανάπτυξη, αφού η εξορυκτική βιομηχανία δραστηριοποιείται κυρίως στην περιφέρεια, απασχολεί σημαντικό αριθμό εργαζομένων από τις τοπικές κοινωνίες και αναπτύσσει διάφορες άλλες εργασίες στην περιφέρεια, υποστηρικτικές του παραγωγικού έργου της. Όλα αυτά μπορούν να συνδυάζονται και με ουσιαστικές ενέργειες προστασίας του περιβάλλοντος και πλήρους αποκατάστασης των περιοχών εκμετάλλευσης.

Σήμερα οι προσδοκίες της Ελληνικής εξορυκτικής βιομηχανίας εμφανίζονται πολύ θετικές. Η αναδιάρθρωση του κλάδου έχει αποδώσει μέχρι τώρα καλά αποτελέσματα και το χρηματιστήριο προσφέρει τη δυνατότητα χρηματοδότησης για αναπτυξιακά προγράμματα με στόχο την παραγωγή νέων προϊόντων και μείωση των δαπανών λειτουργίας. Έτσι, αυτές οι επιχειρήσεις έχουν καταφέρει να βελτιώσουν ουσιαστικά την ανταγωνιστικότητά τους. Τα σχέδια αυτών των επιχειρήσεων στην Ελλάδα ποικίλλουν ανάλογα με το μέγεθός τους, το εύρος των παραγόμενων προϊόντων κ.λπ. Έτσι, το προφίλ του κλάδου άρχισε να αλλάζει γρήγορα με συγχωνεύσεις, εξαγορές και χρηματοδοτήσεις με εγγραφή στα χρηματιστήρια. Όμως οι περισσότερες εταιρίες του εξορυκτικού κλάδου χρειάζεται να δημιουργήσουν ή να διευρύνουν τις στρατηγικές συμμαχίες στην τεχνογνωσία και εμπορία με αντίστοιχες επιχειρήσεις του εξωτερικού. Κρίνεται πως το μέλλον της εξορυκτικής βιομηχανίας στην Ελλάδα έχει πολύ καλές προοπτικές.

Στη διεύρυνση της επενδυτικής βάσης και στη συμμετοχή φερέγγυων επενδυτών οδήγησε η αποκλιμάκωση των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Παράλληλα, καταγράφεται αύξηση της τάξης του 95% στις επενδύσεις ακινήτων μέσα στο 2019. Η χώρα άρχισε να προκαλεί το ενδιαφέρον ξένων επενδυτών, αφού δημιουργούνται διαρκώς ευνοϊκές συνθήκες για τη διευκόλυνση των επενδύσεων. Σήμερα, η κυβέρνηση εστιάζει σε αναπτυξιακές πολιτικές που δίνουν ώθηση στις επενδύσεις και θέτουν στο επίκεντρο την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, την αξιοποίηση των δημόσιων επενδύσεων και το «ξεμπλοκάρισμα» στρατηγικών επενδύσεων (π.χ. Ελληνικό, Σκουριές, Θριάσιο κ.ά.). Η άρση των κεφαλαιακών περιορισμών, η ισχυρή ζήτηση των ελληνικών ομολόγων, η καταγραφή για πρώτη φορά αρνητικού επιτοκίου (-0,02%), η πώληση έντοκων γραμματίων αξίας € 375 εκ, η αύξηση του επενδυτικού ενδιαφέροντος και η στροφή σε μεγαλύτερου μεγέθους συναλλαγές, αποτελούν μοχλό επιτάχυνσης και προσέλκυσης επενδύσεων. Γι’ αυτούς τους λόγους βελτιώθηκε το επενδυτικό κλίμα κατά σχεδόν 8 μονάδες (με βάση τον δείκτη οικονομικού κλίματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) και τοποθετήθηκε η Ελλάδα στην 5η θέση των προτιμητέων για επενδύσεις Ευρωπαϊκών χωρών, τον Σεπτέμβριο του 2019.

Η παρατεταμένη οικονομική κρίση της Ελλάδος άγγιξε και τον εξορυκτικό κλάδο. Tα τελευταία χρόνια η Ελλάδα απουσιάζει από τον πίνακα του διεθνούς οίκου Behre & Dolbear, ο οποίος εξειδικεύεται σε επενδύσεις στον μεταλλευτικό τομέα, εξαιτίας του αρνητικού επενδυτικού κλίματος. Αυτή η εταιρία παρουσιάζει κάθε χρόνο, μετά από έρευνα και συνυπολογισμό κριτηρίων, τον επενδυτικό χάρτη του παγκόσμιου εξορυκτικού κλάδου. Τα εφτά κριτήρια/κλειδιά για την ένταξη μιας χώρας σ’ αυτό το χάρτη είναι: κατάσταση οικονομίας, σταθερότητα νομίσματος, φορολογικό καθεστώς, κοινωνικές αντιδράσεις στην εξορυκτική δραστηριότητα, καθυστερήσεις αδειοδοτήσεων, πολιτικό σύστημα και βαθμός διαφθοράς. Επομένως, απαραίτητες προϋποθέσεις για την άμεση αλλαγή αυτού του αρνητικού κλίματος είναι η δημιουργία ενός σταθερού φορολογικού συστήματος, με έμφαση στη μείωση των φορολογικών συντελεστών, η εξάλειψη της γραφειοκρατίας, ο εκσυγχρονισμός της νομοθεσίας, ο περιορισμός των προϋποθέσεων και η σημαντική μείωση του χρόνου αδειοδότησης και οι ουσιαστικές βελτιώσεις στους τομείς των τηλεπικοινωνιών, της ενέργειας και των μεταφορών. Πρέπει σύντομα να εφαρμόσουμε τις νέες ευρωπαϊκές πολιτικές για τις πρώτες ύλες, προσαρμόζοντας κατάλληλα και το κανονιστικό μας πλαίσιο, περιορίζοντας κύρια το χρόνο αδειοδότησης των εξορυκτικών έργων στο μέσο όρο της Ε.Ε. (σήμερα είναι μέχρι και 5πλάσιος). Στον πρόσφατο Νόμο 4685 (ΦΕΚ 92Α/7-5-2020) ενσωματώθηκαν οι οδηγίες 844/2018 και 692/2019 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου οι οποίες συμβάλλουν στον εκσυγχρονισμό της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και στη χώρα μας. Δυστυχώς όμως παρά το ότι η Ε.Ε κάτω από σκληρούς όρους επιτρέπει την αξιοποίηση ορυκτών πόρων εντός περιοχών προστασίας, με το νέο ελληνικό νόμο 4685/2020, αυτή απαγορεύεται, δημιουργώντας προβλήματα ανταγωνισμού με τις άλλες χώρες.

Βελτίωση βιοτικού επιπέδου και προστασία περιβάλλοντος, με βάση τις νέες πολιτικές της Ε.Ε, δεν είναι έννοιες ασύμβατες. Η βιώσιμη ανάπτυξη ουσιαστικά έρχεται να εναρμονίσει την οικονομική ανάπτυξη με το περιβάλλον και τις απαιτήσεις της κοινωνίας για καλύτερες συνθήκες ζωής. Η βιώσιμη εκμετάλλευση ορυκτών πόρων προϋποθέτει ορθολογική εκμετάλλευση με εφαρμογή καινοτόμων τεχνολογιών, ώστε να μπορούμε να απολαμβάνουμε και σε βάθος χρόνου όλα τα αγαθά που μας προσφέρει ο τεχνολογικός μας πολιτισμός. Αλήθεια, ποια από τις σημερινές ανέσεις μας δεχόμαστε να στερηθούμε;

  • Το ηλεκτρικό ρεύμα;
  • Το αυτοκίνητο;
  • Την τηλεόραση;
  • Το κινητό τηλέφωνο;
  • Τον ηλεκτρονικό υπολογιστή;

Όλα αυτά στηρίζονται στις πρώτες ύλες, η αξιοποίηση των οποίων εγγυάται την ασφάλεια στην εφοδιαστική αλυσίδα της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας βιομηχανίας.