Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Κίνα πέτυχαν σημαντική πρόοδο στις εμπορικές τους σχέσεις, συμφωνώντας να αναστείλουν προσωρινά την πλειονότητα των δασμών που έχουν επιβάλει η μία στην άλλη, μετά από υψηλού επιπέδου συνομιλίες που πραγματοποιήθηκαν το Σαββατοκύριακο στην Ελβετία.
Οι συνομιλίες στη Γενεύη αποτέλεσαν την πρώτη άμεση συνάντηση αυτού του επιπέδου μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου από τότε που ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, επέστρεψε στο πολιτικό προσκήνιο και αναζωπύρωσε τις εμπορικές εντάσεις στις αρχές του έτους.
Ως αποτέλεσμα των συνομιλιών, οι δύο χώρες συμφώνησαν επίσης στη δημιουργία ενός νέου φόρουμ οικονομικού διαλόγου με στόχο τη σταθεροποίηση και την πρόληψη μελλοντικών συγκρούσεων.
Δραστική μείωση των δασμών
Στο πλαίσιο της συμφωνίας, οι ΗΠΑ θα μειώσουν τους δασμούς τους σε κινεζικά προϊόντα από το 145% στο 30%, ενώ η Κίνα θα μειώσει τους δικούς της σε ορισμένα αμερικανικά προϊόντα από το 125% στο 10%. Οι αμοιβαίοι δασμοί αναμένεται να διαμορφωθούν στο 10% για τα περισσότερα αγαθά, με την αναστολή αρκετών εξ αυτών για 90 ημέρες, έως τις 14 Μαΐου.
Αυτή η κίνηση αναμένεται να ανακουφίσει τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και να μειώσει τους φόβους για στασιμοπληθωρισμό, που είχαν ενταθεί λόγω της παρατεταμένης εμπορικής διαμάχης.
Άρση και μη δασμολογικών μέτρων
Η Κίνα ανακοίνωσε επίσης την άρση και ακύρωση σειράς μη δασμολογικών μέτρων, όπως η διακοπή εξαγωγής κρίσιμων ορυκτών στις ΗΠΑ — απόφαση που είχε ληφθεί ως απάντηση στην αρχική κλιμάκωση.
Ωστόσο, ορισμένοι περιορισμοί παραμένουν. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα διατηρήσουν πρόσθετο δασμό 20% σε εισαγωγές που σχετίζονται με τη φαιντανύλη, ένα ισχυρό οπιοειδές που έχει προκαλέσει σοβαρή κρίση δημόσιας υγείας στις ΗΠΑ. Οι συνολικοί δασμοί για αυτά τα προϊόντα θα παραμείνουν στο 30%.
Βήμα προς τη σταθερότητα
Οι αναλυτές βλέπουν αυτή την εξέλιξη ως ένα προσεκτικό αλλά ουσιαστικό βήμα προς την αποκλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων. Η δημιουργία ενός σταθερού φόρουμ διαλόγου μπορεί να προσφέρει ένα μόνιμο κανάλι επικοινωνίας και επίλυσης διαφορών στο μέλλον.
Αν και η μακροπρόθεσμη αποτελεσματικότητα της συμφωνίας μένει να φανεί, οι αγορές την υποδέχθηκαν θετικά, ερμηνεύοντάς την ως ένδειξη σταθεροποίησης του παγκόσμιου εμπορίου και μείωσης των γεωπολιτικών κινδύνων.