Του κ Νίκου Αρβανιτίδη
Διευθυντή του τμήματος Οικονομικής Γεωλογίας στο Γεωλογικό Ινστιτούτο Σουηδίας
H συζήτηση για την κλιματική αλλαγή συνέβαλλε στην μετάβαση σε νέες μορφές ενέργειας με ευεργετικές επιπτώσεις και οφέλη στην βιώσιμη διαχείριση του περιβάλλοντος, στην προώθηση και καθιέρωση της κυκλικής οικονομίας και στην παραγωγική αύξηση ορυκτών πρώτων υλών.
Βιώσιμο περιβάλλον χωρίς εκπτώσεις
Η πρώτη διευκρίνιση που πρέπει να γίνει είναι ότι το θέμα αλλαγής κλιματικών συνθηκών δεν έχει καμία σχέση με την βιώσιμη δαιχείριση και προστασία του περιβάλλοντος, που αναφέρεται και αφορά κυρίως στην ποιοτική κατάσταση φυσικών αποδεκτών, όπως είναι το νερό, συμπεριλαμβανομένης της θάλασσας, των εδαφών, αλλά και της ατμόσφαιρας. Κάθε υποβάθμιση και αρνητική επίπτωση στην καταλληλότητα της κατάστασης και χρήσης τους αποτελεί άμεση απειλή και κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία.
Η σχέση της ζωής του ανθρώπου με το περιβάλλον είναι λοιπόν συγκεκριμένη, συμβαίνει εδώ και τώρα, με την φέρουσα επικινδυνότητα να βρίσκεται καθημερινά σε απόσταση αναπνοής. Οφείλει λοιπόν και είναι λογικό η θεματολογία σχετικά με το περιβάλλον να τοποθετείται στην κορυφή της κοινωνικής ατζέντας, τόσο σε ότι αφορά στις απαιτήσεις και διεκδικήσεις μας από τα κέντρα αποφάσεων, όσο και από πλευράς της ατομικής συμπεριφοράς, ευθύνης και πρακτικής του κάθε πολίτη ξεχωριστά.
Κρίνοντας αντικειμενικά τα θέματα του περιβάλλοντος, τόσο τα προβλήματα όσο και οι λύσεις τους, τεκμηριώνονται επιστημονικά, προσεγγίζονται και αποδεικνύονται ποιοτικά και ποσοτικά, και αντιμετωπίζονται σε μεγάλο βαθμό αποτελεσματικά μέσα από την ισχύ και τήρηση θεσμοθετημένων χρήσεων γης, νομοθετικών ρυθμίσεων και κανονιστικών όρων, καθώς και την εφαρμογή συστημικών και τεχνολογικών παρεμβάσεων. Είναι ευρύτερα αποδεκτό εδώ ότι συγκεκριμένες ρυπογόνες αιτίες και εστίες οφείλονται και συνδέονται και με ανθρωπογενείς δραστηριότητες.
Το «κόστος» της κλιματικής αλλαγής
Δεν είναι αλλά ούτε συμβαίνει το ίδιο με την κλιματική αλλαγή, που τοποθετείται σήμερα ψηλά στην κοινωνική ατζέντα με τεχνητό και μηχανικό κυρίως τρόπο, αφού η επιστημονική τεκμηρίωση για την παρουσία της είναι μάλλον «φτωχή» και υποθετική, κυρίως σε ότι αφορά στην μοντελοποίηση της εξέλιξης της σε βάθος χρόνου. Γιατί ποια συγκροτημένη διεπιστημονική προσέγγιση, σκέψη και άποψη, αλλά και ποιος καθημερινός άνθρωπος, στηριζόμενος απλά στη βάση της λογικής, θα κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι μειώνοντας το διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα θα μπορούσαν να ελέγξουν την όποια πορεία και εξέλιξη του κλίματος.
Για παράδειγμα, στη συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή, προβλέπεται ο πολύ αμφίβολος στόχος συγκράτησης αύξησης της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη αρκετά κάτω από τους 2 βαθμούς κελσίου μέχρι το 2030 (1). Και για την επίτευξη του αξιοπερίεργου πραγματικά αυτού στόχου θυσιάζονται κυβερνητικά προγράμματα, δαπανώνται τεράστια ερευνητικά κονδύλια δισεκατομμυρίων ευρώ και γενικά έρχονται τα πάνω-κάτω στο τρόπο λειτουργίας του κόσμου και της ζωής των ανθρώπων. Και είναι αυτή η επιστημονική ανωριμότητα και σύγχυση που αφήνει περιθώρια και δημιουργεί προϋποθέσεις για παραπλάνηση των πολιτών και πολιτική εκμετάλλευση με αποτέλεσμα η κλιματική αλλαγή να φιγουράρει πρώτη στην ατζέντα μεταξύ των κοινωνικών προτεραιοτήτων (2).
Να γίνεται λιγότερο αντικείμενο επιστημονικής έρευνας και ουσιαστικού διαλόγου, και να αποτελεί περισσότερο θέμα πολιτικής αντιπαράθεσης και κοινωνικού συμβολισμού. Πολιτικές παρατάξεις και κόμματα σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα μάχονται για να πείσουν ποιο είναι αυτό που κατορθώνει καλύτερα και πιο αποτελεσματικά να σταματήσει την κλιματική αλλαγή. Νομοθετικές πράξεις και πιεστικές συστάσεις και εντολές στους πολίτες να συμπεριφέρονται, να τρώνε, να κινούνται, και να κατοικούν κλιματικά έξυπνα με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει και όπως ο καθένας το αντιλαμβάνεται. Να μην οδηγείτε, εκτός αν ηλεκτροκινήστε (θα σχολιαστεί ειδικότερα παρακάτω), να μην μετακινήστε με αεροπλάνο και άλλα πολλά που οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν την δυνατότητα, δεν θέλουν ή δεν θεωρούν απαραίτητο να εφαρμόσουν.
Σχολικές απεργίες, κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις, που σαν πρωτοβουλίες και δράσεις χαρακτηρίζουν τις σημερινές γενιές με τον ίδιο τρόπο που χαρακτήριζαν τις προηγούμενες(3). Δεν είναι σε αυτό το πρόβλημα, ούτε η διαφωνία. Άλλωστε η σκεπτόμενη, υποψιασμένη και ανήσυχη νεολαία είναι ζητούμενο κάθε προοδευτικής κοινωνίας. Εκείνο όμως που ξενίζει είναι πως φτάνει το θέμα της αμφιλεγόμενης κλιματικής αλλαγής να βρίσκεται στην κορυφή της ατζέντας της μαθητικής νεολαίας των ανεπτυγμένων κυρίως χωρών. Γιατί είναι σίγουρο ότι η διάσταση και σημασία που δίνουν αντίστοιχα στο θέμα της κλιματικής αλλαγής οι μαθητές σχολείων της Αφρικής, των περισσότερων χωρών της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής, είναι ελάχιστη μέχρι ανύπαρκτη.
Στις κορυφαίες θέσεις της ατζέντας τους βρίσκονται εκεί κοινωνικές προκλήσεις και προτεραιότητες που αφορούν στην δυνατότητα εκπαίδευσης, την παιδική εργασία, την απασχόληση/ανεργία, την ποιότητα της ιατρικής περίθαλψης, την παροχή νερού, την διάθεση τροφίμων, τις πολεμικές διενέξεις, την προσφυγική κρίση, τις γεωπολιτικές αδικίες. Προκλήσεις και προβλήματα, που μαζί με τον ανερχόμενο εθνικισμό και ρατσισμό θα έπρεπε ίσως να βρίσκονται πολύ πιο πάνω από την κλιματική αλλαγή στην ατζέντα και της ευρωπαϊκής νεολαίας.
Κλιματικές συνθήκες βάση της γεωλογίας
Είναι γνωστό στην γεωεπιστημονική κοινότητα αλλά και ευρύτερα, ότι οι αλλαγές του κλίματος της γης συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με γεωδυναμικές τάσεις και εξελίξεις που προκαλούνται από τις τεκτονικές κινήσεις των λιθοσφαιρικών πλακών.
Η γεωγραφική παρουσία, διαφοροποίηση και μεταβολή των κλιματικών συνθηκών χαρακτηρίζεται φαινομενικά από κυκλική περιοδικότητα και επανάληψη σε σχέση με τον γεωλογικό χρόνο. Πρόσφατη έρευνα προτείνει ότι πριν από 600-700 εκ χρόνια η γη ήταν πλήρως καλυμμένη από πάγους.
Η τελευταία γεωλογικά τεκμηριωμένη περίοδος κλιματικής αλλαγής ξεκίνησε πριν περίπου 11.000 χρόνια οπότε και υπήρξε υποχώρηση και το λιώσιμο των παγετώνων που για 90.000 συνεχόμενα χρόνια κάλυπταν όλη την Σκανδιναβική χερσόνησο μαζί με τις Βαλτικές χώρες, τη Φινλανδία και τμήματα της Ρωσίας, Βρετανίας, Γερμανίας και Πολωνίας (4). Και είναι σίγουρο ότι δεν υπάρχει κάτι, κάποια συγκεκριμένη διαδικασία ή κάποιος άλλος τρόπος που μπορεί να σταματήσει την εξέλιξη αλλαγής κλίματος στον πλανήτη, αν ερχόμενοι στο σήμερα θεωρήσουμε ότι η γη διανύει περίοδο και βρίσκεται σε πορεία αύξησης της θερμοκρασίας της.
Αυτό βέβαια που είναι σε θέση να κάνει σήμερα η ανθρωπότητα, σε αντίθεση με τις δυνατότητες που είχε στο μακρινό «γεωλογικό» και ιστορικό παρελθόν, είναι να προστατεύσει και να διασφαλίσει την καθημερινή ζωή των πολιτών, να θωρακίσει και να ενισχύσει την λειτουργική και κατασκευαστική αντοχή των υποδομών, και να προσαρμοστεί σταδιακά απέναντι σε πιθανές αλλαγές του κλίματος, σε σχέση με την διαχείριση και την αντιμετώπιση τυχών μεταβολών και νέων συνθηκών στο φυσικό, και όχι μόνον, περιβάλλον, κυρίως σε ότι αφορά σε φαινόμενα με «εν δυνάμει» καταστροφικές επιπτώσεις και συνέπειες.
Περισσότερα χρήματα λοιπόν στην κατεύθυνση έγκαιρης πρόγνωσης, διαχείρισης και αντιμετώπισης φυσικών καταστροφών (σεισμών, ηφαιστειακών εκρήξεων, τσουνάμι και άλλων), με στόχο την άμεση προστασία των πολιτών. Είναι αυτές, οι φυσικές καταστροφές, που σήμερα προκαλούν μεγάλες ζημιές, με τον οικονομικό και κοινωνικό ιστό να καταρρέουν και να συνθλίβονται από κάθε άποψη (5).
Χρειάζονται λύσεις και παρεμβάσεις, εδώ και τώρα μακριά από την σημερινή πρακτική και μεθόδευση που επιδιώκει πρώτα να σταματήσει την κλιματική αλλαγή και μετά να λύσει τα επείγοντα, συχνά καταστροφικά προβλήματα, που «εν τω μεταξύ» κοστίζουν ακόμη και ανθρώπινες ζωές. Καιρός λοιπόν να επαναθεωρηθεί η κοινωνική ατζέντα και να ξαναγραφεί στην κατεύθυνση των πραγματικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει σήμερα ο κόσμος, με την κλιματική αλλαγή πολύ πιο πίσω από τη θέση που της δίνεται σήμερα.
Οι ορυκτές πρώτες ύλες φέρνουν την «πράσινη» ενέργεια
Συμβαίνει επίσης η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές με στόχο την ολοκληρωτική μετάβαση στην αποκαλούμενη «πράσινη» ενέργεια, να αποτελεί βασική επιλογή και επιδίωξη της επιστημονικής άποψης που θέλει με τον τρόπο αυτό να μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα και μέσα από αυτό να σταματήσει την κλιματική αλλαγή, εφόσον βέβαια υφίστανται κάτι τέτοιο, και με ότι αυτό συνεπάγεται και σημαίνει.
Με τον σταδιακό, και όπως προβλέπεται πλήρη αποκλεισμό, χρήσης λιθανθράκων (π.χ. λιγνίτης) και υδρογονανθράκων (π.χ. πετρέλαιο), το βάρος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας πέφτει συνολικά στις ανανεώσιμες πηγές (π.χ. ήλιος, άνεμος, γεωθερμία). Με την ζήτηση και κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας διαρκώς αυξανόμενες, θα χρειαστούν χωρίς αμφιβολία τεράστιες κατασκευαστικές παρεμβάσεις εγκατάστασης ανεμογεννητριών και φωτοβολταϊκών μονάδων.
Την ίδια στιγμή η ηλεκτροκίνηση αυτοκινήτων, άλλων οχημάτων και των περισσότερων βιομηχανικών κύκλων απαιτεί ήδη την κατασκευαστική αύξηση μπαταριών λιθίου και ανοδικές τάσεις για περισσότερο ηλεκτρικό δυναμικό, με ορίζοντα τα επόμενα 20-30 χρόνια. Οι τεχνολογίες που απαιτούνται για την παραγωγική αξιοποίηση των ήπιων πηγών ενέργειας αλλά και την κατασκευή ηλεκτρικών αυτοκινήτων είναι στην πλειοψηφία τους νέες και καινοτόμες, και υποστηρίζονται απαραίτητα και απόλυτα από συγκεκριμένες ορυκτές πρώτες ύλες (6).
Έρχονται έτσι στο κοιτασματολογικό και μεταλλευτικό προσκήνιο ορυκτά και μέταλλα που χαρακτηρίζονται κρίσιμα (7), όπως το λίθιο, το κοβάλτιο, ο γραφίτης, το βανάδιο, οι σπανιες γαιές, αλλά και τα πιο γνωστά όπως είναι το νικέλιο, ο χαλκός, το μαγγάνιο, ο μόλυβδος, το ασήμι και άλλα. Για τους μαγνήτες μιας ανεμογεννήτριας χρειάζονται για παράδειγμα μεγάλες ποσότητες των σπανίων γαιών νεοδύμιου και δυσπρόσιου.
Ένα κανονικό αυτοκίνητο χρειάζεται 20 κιλά χαλκό, 4 κιλά νικέλιο, 10 κιλά ψευδάργυρο, 0 κιλά κοβάλτιο και 10 κιλά μόλυβδο. Οι αντίστοιχες ποσότητες για ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο είναι 70 κιλά χαλκός, 46 κιλά νικέλιο, 17 κιλά ψευδάργυρος, 14 κιλά κοβάλτιο και 12 κιλά μόλυβδος (8). Είναι σαφές λοιπόν για να πετύχουν και να είναι εφικτοί και υλοποιήσιμοι οι στόχοι της «απανθράκωσης» και «ηλεκτροκίνησης» της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, είναι απαραίτητη η πολλαπλάσια αύξηση εξόρυξης και παραγωγής των απαραίτητων ορυκτών πρώτων υλών. Όσοι ονειρεύονται ή αν θέλετε επιλέγουν να σταματήσουν την κλιματική αλλαγή στη βάση μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα οφείλουν να δεχτούν την αύξηση λειτουργίας περισσότερων μεταλλείων σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Να αξιοποιηθούν δηλαδή στο έπακρο οι κοιτασματολογικές πηγές της Ευρώπης, η μεταποιητική βιομηχανία της οποίας ακροβατεί σε τεντωμένο σχοινί, αφού είναι σήμερα άκρως εξαρτώμενη από εισαγωγές των περισσότερων ορυκτών πρώτων υλών.
Εξόρυξη όμως και μεταλλευτική παραγωγή που εμποδίζεται και ακυρώνεται σήμερα από τις ίδιες ομάδες ακτιβιστών, πολιτικές δυνάμεις και κυβερνήσεις που υποτίθεται ότι υποστηρίζουν τους κλιματικούς στόχους τους οποίους έτσι δεν πρόκειται ποτέ να πετύχουν. Βαδίζουν συνεπώς οι κοινωνίες σήμερα σε ένα αντιφατικό δρόμο και εκ των πραγμάτων αυτοαναιρούνται με τον τρόπο που χειρίζονται και αντιμετωπίζουν τους στόχους που θέτουν. Από τη μια να σταματήσει η κλιματική αλλαγή και από την άλλη να κλείσουν όλα τα μεταλλεία. Και είναι σίγουρο ότι έτσι που εξελίσσεται η κατάσταση ούτε οι ανεμογεννήτριες που χρειάζονται θα μπορέσουν να εγκατασταθούν, ούτε τα 50 εκ προγραμματισμένα ηλεκτρικά αυτοκίνητα μέχρι το 2030 να κατασκευαστούν.
Ο στόχος μιας ολοκληρωτικά ηλεκτροκίνητης κοινωνίας θα απαιτήσει τεράστιες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας (να σημειωθεί εδώ και η αύξηση κατανάλωσης λόγω της ραγδαίας ανόδου του παγκόσμιου πληθυσμού), και είναι σχεδόν βέβαιο ότι κάτι τέτοιο δεν θα μπορέσει να υπάρξει ακόμη και αν όλες οι βουνοκορυφές, οι πεδιάδες, οι θάλασσες καλυφθούν και γεμίσουν ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά. Θα ανοίγει κανείς την πόρτα ή το παράθυρο του σπιτιού του και θα βλέπει μπροστά και δίπλα του ανεμογεννήτρια. Και τότε ίσως αλλάξει το τροπάριο και το περιεχόμενο της αντίδρασης. Σε 20-30 χρόνια, όχι μόνο δεν θα μιλάει κανείς για την κλιματική αλλαγή, αλλά θα την έχει ξεχάσει κιόλας!
Αντιφατικές προσεγγίσεις και αβεβαιότητα για το μέλλον
Τι θα μείνει όμως όταν ο κύκλος κλείσει και η «φούσκα» σκάσει; Θα υπάρξει κάποιο θετικό αποτέλεσμα, μετά από όλη αυτή την «υστερική» κοινωνικο-οικονομική διαδρομή ακι πορεία, την πολιτική υποκρισία και εκμετάλλευση, τις τεράστιες δαπάνες, και κυρίως την χειραγώγιση πολιτών όλων των ηλικιών; Και ναι και όχι.
Ναι γιατί η συζήτηση για την κλιματική αλλαγή συνέβαλλε στην μετάβαση σε νέες μορφές ενέργειας με ευεργετικές επιπτώσεις και οφέλη στην βιώσιμη διαχείριση του περιβάλλοντος, στην προώθηση και καθιέρωση της κυκλικής οικονομίας και στην παραγωγική αύξηση ορυκτών πρώτων υλών.
Ναι, γιατί οι απαιτήσεις και ανάγκες για νέες τεχνολογίες και καινοτόμες παρεμβάσεις συμπαρέσυραν και συμπεριέλαβαν και άλλους κλάδους της βιομηχανίας , όπως είναι οι λειτουργικές και πρακτικές δυνατότητες της τεχνικής νοημοσύνης, οι προοπτικές και η δυναμική της ανακύκλωσης, οι κάθε είδους ηλεκτρονικές εφαρμογές.
Ναι, γιατί το θέμα της κλιματικής αλλαγής, έστω και μέσα από κινδυνολογικές προσεγγίσεις, καθώς και απλοποιημένες και μονοδιάστατες λογικές, κατόρθωσε να συσπειρώσει και να ενώσει πολιτικές ιδεολογίες, κυβερνητικά σχήματα και κοινωνικές πλειοψηφίες, κυρίως βέβαια του «δυτικού» κόσμου, όπου φυσικά το έδαφος είναι πιο «γόνιμο» απέναντι στο καινούριο, το κάπως «εξωτικό» και στο άπιαστο.
Όχι, γιατί λόγω της ανεξέλεγκτης εκμετάλλευσης που παρουσιάζεται, από κάθε άποψη και σε διάφορα επίπεδα, γίνεται αιτία προβολής και «διαφήμισης» αθέμιτων ομάδων, πρόσωπα των οποίων διεκδικούν ακόμη και το βραβείο Νόμπελ.
Όχι, γιατί η κλιματική αλλαγή «κλέβει» και κατέχει εικονικά την πρώτη θέση στη «δυτική» κοινωνική ατζέντα, τη στιγμή που άλλα καίρια και σοβαρά θέματα έπρεπε να προηγούνται με διαφορά, όπως για παράδειγμα ο πλανήτης να είναι ασφαλές και δίκαιο μέρος για να ζει κανείς, να δίνονται ίσες ευκαιρίες και δυνατότητες σε όλους, να υπάρχει σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, να εκλείψουν οι πόλεμοι και συρράξεις με ανθρώπους να σκοτώνουν ανθρώπους, να προστατεύεται ο κόσμος από κάθε μορφής καταστροφικά φαινόμενα.
Όχι, γιατί ενδεχόμενο πισωγύρισμα και ακύρωση των κλιματικών πρωτοβουλιών θα σημαίνει ότι η ανθρωπότητα έχασε «εν τω μεταξύ» πολύτιμο χρόνο για να λύσει τα πραγματικά, συχνά υπαρξιακά, προβλήματα που αντιμετωπίζει.
Είναι φανερό και προκύπτει από τα παραπάνω ότι η ατζέντα της κλιματικής αλλαγής είναι «εικονική», δεν ανταποκρίνεται στη σημερινή πραγματικότητα και δεν παρακολουθεί την εξέλιξη ούτε αντιμετωπίζει αποτελεσματικά βασικές ανάγκες και προβλήματα.
Κλιματικές αλλαγές συνέβαιναν πάντοτε και θα συνεχίσουν να συμβαίνουν. Δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Η ένσταση βρίσκεται κυρίως στο γεγονός των τεράστιων μεγεθών που διατίθενται για τις σταματήσουμε, κάτι που δεν κατορθώσαμε να κάνουμε στο παρελθόν και δεν θα μπορέσουμε να το κάνουμε και τώρα.
Αυτό που σίγουρα μπορεί να γίνει είναι η πιο αποτελεσματική και ασφαλέστερη πολιτική προστασία. Κάτι που είναι εφικτό σήμερα εφόσον υπάρξει η απαραίτητη κοινωνικο-οικονομική υποστήριξη.
Μοιραζόμαστε όλοι τον ίδιο ουρανό. Έχουμε τα ίδια δικαιώματα πάνω στον πλανήτη. Απλά αντιλαμβανόμαστε και ζούμε την πραγματικότητα με διαφορετικό τρόπο.
- https://unfccc.int/process-and-meetings/the-paris-agreement/the-paris-agreement
- https://www.consilium.europa.eu/en/policies/climate-change/
- https://www.schoolstrike4climate.com/
- https://www.sgu.se/en/geology-of-sweden/quaternary-geology/
- https://www.eea.europa.eu/highlights/natural-hazards-and-technological-accidents
- https://www.acatech.de/Publikation/raw-materials-for-the-energy-transition-securing-a-reliable-and-sustainable-supply/
- https://setis.ec.europa.eu/critical-materials-in-low-carbon-technologies
- https://www.ft.com/content/44af43da-a1d6-11e7-8d56-98a09be71849