Κριτήρια για την παραγωγική αξιοποίηση των ελληνικών Δημόσιων Μεταλλευτικών Χώρων με κρίσιμα ορυκτά και μέταλλα

Φωτ. Χαρ. Κοσμίδης
Eltrak - Cat banner ad

Δρ. Π. Τζεφέρης, Γεν. Δ/ντής Υπ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας

Στην Ελλάδα υφίστανται αρκετοί κοιτασματολογικοί στόχοι οι οποίοι περιλαμβάνονται στον κατάλογο των 30 Κρίσιμων Ορυκτών Πρώτων Υλών (ΚΟΠΥ – CRM’s) της ΕΕ. Μάλιστα ορισμένοι από αυτούς εντοπίζονται εντός των μεταλλευτικών χώρων (ΜΧ), των χώρων δηλαδή όπου ήδη υφί­στανται δικαιώματα έρευνας και εκμετάλλευσης των μεταλλευτικών ορυκτών και στους οποίους  ανήκουν και οι δημόσιοι μεταλλευτικού χώροι (ΔΜΧ), χώροι που διαχειρίζεται το δημόσιο και αποτελούν τη λεγόμενη μεταλλευτική «προίκα» του.

Stonetech banner ad
Stonetech banner ad

Η ύπαρξη των ανωτέρω ΚΟΠΥ ακόμη και σε ερευνητικό επίπεδο, τις εντάσσει αυτόματα στις προτεραιότητες αυξάνοντας την αναπτυξιακή τους προοπτική.  Ωστόσο, για την ενδεχόμενη έναρξη παραγωγικής εκμετάλλευσης (πχ. μέσω διαγωνιστικών διαδικασιών αν πρόκειται για δημόσιους χώρους για την εκμί­σθωση δικαιωμάτων έρευνας και εκμετάλλευσης των χώρων αυτών από ιδιώτες, άρθρο 144 του Μεταλλευτικού Κώδικα, ν.δ. 210/1973, ΦΕΚ Α’ 277)   θα πρέπει να συνεκτιμώνται σωρευτικά ένα σύνολο από κριτήρια.

Ένα πρώτο κριτήριο είναι η κοιτασματολογική ωριμότητα που σχετίζεται με τη γνώση της ποιότητας του συνολικού κοιτάσματος αλλά και του αποθεματικού δυναμικού, στοιχεία που δεν είναι διαθέσιμα στις πιο πολλές περιπτώσεις. Όπως είναι γνωστό, άλλο εμφάνιση, άλλο μεταλλοφόρο σώμα και άλλο κοίτασμα, που σημαίνει ότι –υπό προϋποθέσεις– είναι οικονομικώς βιώ­σιμη η εκμετάλλευσή του. Σε πολλές περιπτώσεις τα αποτελέσματα των Πανεπιστημιακών ερευνών βασίζονται σε μικρό αριθμό αναλύσεων και δεν έχουν πραγματοποιηθεί εκτεταμένα προγράμματα ερευνών (ex­ploration projects), που συνήθως είναι εφικτά  μόνον εντός των μεταλλευτικών παραχωρή­σεων όπου διαθέτουν δικαιώματα οι μεταλλευτικές εταιρείες ή το δημόσιο. Άρα, είναι απαραίτητη η συστηματική έρευνα και αναζήτηση νέων κοι­τασμάτων με εστίαση στα στοιχεία που ενδιαφέρουν και η κατά το δυ­νατόν εκτίμηση των αποθεμάτων τους.

Επίσης, θα πρέπει να επικαιροποιηθούν όλες οι διαθέσιμες πρωτο­γενείς πληροφορίες για το υφιστάμενο δυναμικό, οι οποίες είναι κατα­κερματισμένες, μη εναρμονισμένες στο πλαίσιο της παγκόσμιας ταξινόμησης των κοιτασμάτων (United Nations Framework Classification for Resources – UNFC) και ακόμη να γίνει επανεκτίμηση του δυναμικού σε ΚΟΠΥ των αποβλήτων ή απορριμμάτων της εξόρυξης/κατεργασίας, μιας δευτερογενούς πηγής ορυκτών η οποία είναι εξίσου σημαντική στην παρούσα περίοδο και στο μέλλον.  Τα ερευνητικά ιδρύματα της χώρας και οι εξουσιοδοτημένοι ερευνητι­κοί φορείς (ΕΑΓΜΕ) έχουν πολλή δουλειά ακόμη για να διαπιστωθεί πόσες από τις εμφανίσεις (occurrences)  είναι αξιοποιήσιμες και η στοχευμένη έρευνα θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί επαρκώς το συντομότερο δυνατόν. Η διεξαγόμενη έρευνα στα ελληνικά πανεπιστήμια μπορεί να βοη­θήσει σε μεγάλο βαθμό, εντούτοις απαιτείται η στενότερη και ουσιαστικότερη συνεργα­σία τόσο της πολιτείας και της ΕΑΓΜΕ όσο και της μεταλλευτικής βιο­μηχανίας με την ακαδημαϊκή κοινότητα.

Ένα δεύτερο κριτήριο είναι η κρισιμότητα και η αναγκαιότητα των υλικών σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Τα υλικά πρέπει να ιε­ραρχηθούν με βάση την κρισιμότητά τους και τον βαθμό εξάρτησης από τις εισαγωγές της ευρωπαϊκής βιομηχανίας σε αυτά. Παλαιότερα, το κριτήριο αυτό αφορούσε μόνο την κάθε χώρα ξεχωριστά και τη συ­νεισφορά στην εθνική οικονομία και την περιφερειακή ανάπτυξη. Όμως σήμερα ο ορυκτός πλούτος εξυπηρετεί πλέον και ευρύτερους ευρω­παϊκούς στόχους, την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας στην ΕΕ έως το 2050, και συνεπώς διαμορφώνει το τοπίο για αυξημένη ανάγκη σε κρίσιμα ορυκτά και μέταλλα. Και μάλιστα κατόπιν ιεράρχησης των ανα­γκών της ευρωπαϊκής βιομηχανίας. Παράλληλα, το νέο αυτό τοπίο δημιουργεί προοπτικές ανάδειξης του ρόλου της Ελλάδος εντός της ΕΕ.

Ένα τρίτο πολύ σημαντικό κριτήριο σχετίζεται με τη λεγόμενη «κοινωνική άδεια» που προϋποθέτει θετική αντιμετώπιση –κατόπιν δια­δικασιών ενημέρωσης και διερεύνησης– από τις τοπικές κοινωνίες των οποίων δεν θα πρέπει να διακυβεύεται η κοινωνική συνοχή και η προοπτική για ευημε­ρία. Προϋποθέτει επίσης υπεύθυνη περιβαλλοντική διαχείριση, η οποία άλλωστε αποτελεί πλέον υποχρέωση με βάση την εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία. Προκειμένου το ζήτημα να αντιμετωπιστεί, θα πρέπει πριν από τη λήψη απόφασης περί της διενέργειας διαγωνιστικής  διαδικασίας εκμίσθωσης, να μελετηθούν διεξοδικά τα προσδοκώμενα οφέλη της δραστηριότητας στο πλαίσιο του γενικότερου αναπτυξιακού σχεδιασμού της περιοχής και σε συνδυασμό με τυχόν άλλες δραστηριότητες στον ευρύτερο του επίμαχου χώρο.

Tέλος δεν θα  πρέπει να υποτιμάται και το  γενικότερο οικονομικό κλίμα που έχει δυναμικό χαρακτήρα και υπαγορεύει το επενδυτικό ενδιαφέρον που θα πρέπει κι αυτό να συνάδει με τις παραπάνω προϋποθέσεις και κρι­τήρια. Σημαντικοί επίσης ρυθμιστικοί παράγοντες ειδικά στον τόπο μας είναι οι τυχόν  απαγορευτικοί παράγοντες που σχετίζονται με την ασφάλεια και το περιβάλλον, φυσικό και ανθρωπογενές, τις προστατευόμενες περιοχές, καθώς και το πολιτιστικό περιβάλλον που θα πρέπει να διασφαλίζονται ανυπερθέτως σε κάθε επένδυση.

Οι σημαντικότερες αντιμονιούχες μεταλλοφορίες στην Ελλάδα, όπου το αντιμόνιο (Sb) περιέχεται με τη μορφή του ορυκτού αντιμονίτη, είναι ενδεικτικές για την προαναφερθείσα μεθοδολογία. Για την παραγωγική αξιοποίησή τους θα πρέπει να ικανοποιούνται σε μεγάλο βαθμό τα προαναφερθέντα κριτήρια. Εκτός από τον αντιμονίτη, το αντιμόνιο βρίσκεται επίσης και σε άλλες μορφές που είναι συνήθεις στα επιθερμικά και πορφυριτικά συστήματα, όπως πχ. στο σύστημα Cu-Au στο Γερακαριό Κιλκίς, όπου πέραν του σημαντικού μεταλλευτικού δυναμικού σε χαλκό και χρυσό, η επιθερμική μεταλλοφορία του Sb που υπάρχει, αποτελεί μία πρόσθετη αξία για το κοίτασμα.

Όλα τα παραπάνω διαμορφώνουν σε γενικές γραμμές το πλαίσιο αξιοποίησης των ΚΟΠΥ της χώρας , ένα σύνθετο και δύσκολο εγχείρημα, λαμβανομένης υπόψιν της αρνητικής παγιωμένης εικόνας για την εξορυκτική δραστηριότητα σε τοπικό αλλά και σε ευρωπαϊκό -τουλάχιστον- επίπεδο.

Τονίζεται εδώ ότι στην ΕΕ παρά τις εξαγγελθείσες πολιτικές για την Πράσινη Μετάβαση που απαιτούν μαθηματικά την αύ­ξηση της εξόρυξης σε επίπεδα 500–800%, παρατηρείται μια διστακτικότητα για την προώθηση των ανάλογων πρωτοβουλιών.

Eίναι η ώρα τόσο για την ΕΕ όσο και για την Ελλάδα να αποφασίσουν αν θα εκμεταλλευτούν την γεωπολιτική ευκαιρία της ενεργειακής με­τάβασης ώστε να προχωρήσουν δυναμικά σε απεξάρτηση από τα ολι­γοπώλια που επηρεάζουν την ανθεκτικότητα των εφοδιαστικών αλυσίδων προς μια Ευρώπη με μεγαλύτερη δυνατή αυτάρκεια σε πρώτες ύλες. Όχι αχαλίνωτα και χωρίς όραμα. Αλλά λελογισμένα, με σχέδιο και αφήνοντας πίσω ιδεοληψίες και κατεστημένες διοικητικές και παρεμφερείς αγκυλώσεις.