Με αφορμή την εθνική επέτειο της 28ης Οκτωβρίου το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο δημοσιεύει πολύτιμες αρχειακές εικόνες από το χρονικό της απόκρυψης των αρχαίων, όπως παρουσιάστηκαν κατά τα έτη 2016 -19 σε εκθέσεις ιστορικής φωτογραφίας αλλά και σε επετειακές εκδηλώσεις.
Στη σκιά του πολέμου και σε όλη τη διάρκεια της κατοχής οι εργαζόμενοι στο πρώτο μουσείο της χώρας κλήθηκαν να διαφυλάξουν τους αρχαιολογικούς θησαυρούς από την καταστροφή και τη λεηλασία. «Η αρχαιολογική υπηρεσία βρέθηκε στην παράλογη θέση να καταστρέφει το έργο που γενιές Ελλήνων αρχαιολόγων είχαν δημιουργήσει» «Εννοώ κυρίως τη διάλυση των μουσείων και την ταφή των αρχαίων στη γη, σε κρύπτες, σε θησαυροφυλάκια, σε σπηλιές» σημειώνει ο Βασίλειος Πετράκος στον Μέντορα του 1994, όπου αναφέρεται διεξοδικά στην τύχη των αρχαίων κατά την περίοδο 1940-1944.
Μαρτυρίες και προσωπικά βιώματα της Σέμνης Καρούζου από τη δραματική εκείνη περίοδο ανακοινώθηκαν τον Μάρτιο του 1967 και δημοσιεύθηκαν το 1984 στα Πρακτικά του Πρώτου Συνεδρίου του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων. «Όταν ο στρατός κατοχής έμπαινε στην πρωτεύουσα τον Απρίλη του 1941, είχε πια συμπληρωθεί το έργο της απόκρυψης των αρχαίων θησαυρών του Εθνικού Μουσείου» αναφέρει η Έφορος Αγγείων και Μικροτεχνίας.
Πράγματι, στις 11 Νοεμβρίου του 1940 η Διεύθυνση Αρχαιολογίας του Υπουργείου Παιδείας είχε εκδώσει γενικές τεχνικές οδηγίες για την προστασία των μουσείων από τους εναέριους κινδύνους. Μια τιτάνια προσπάθεια ξεκίνησε τότε σε όλη τη χώρα από τις επιτροπές απόκρυψης και ασφάλισης των εκθεμάτων των μουσείων.
Αναφερόμενη ειδικότερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο η Σέμνη Καρούζου μας παραδίδει: «Έξι ολόκληρους μήνες, όσο κράτησε το Αλβανικό έπος, χρειάσθηκαν για να φυλαχθούν τα αρχαία μας που για την τύχη τους τόσο ανησύχησε ο λαός στο άκουσμα του πολέμου… Πολύ πρωί πριν να δύσει η σελήνη συγκεντρώνονταν στο Μουσείο όσοι είχαν αναλάβει την εργασία τούτη, νύχτα έφευγαν για να πάνε στα σπίτια τους.»
Και ενώ στο μέτωπο οι ηρωικοί μας στρατιώτες έγραφαν την εποποιία του «Όχι» βροντοφωνάζοντας «Αέρα», ένα άλλο σύνθημα ηχούσε στους χώρους του μουσείου. «Βάλε φωτιά» ήταν ένα από τα παραγγέλματα που έδινε ο γλύπτης Ανδρέας Παναγιωτάκης όταν οι τεχνίτες τραβούσαν με αλυσίδες και σχοινιά τα μαρμάρινα αγάλματα για να τα τοποθετήσουν σε μεγάλους λάκκους που είχαν ανοίξει στη βόρεια πτέρυγα.
Τον Απρίλη του 1941 το μουσείο παρουσίαζε εικόνα ερήμωσης. Γλυπτά, χάλκινα και πήλινα έργα είχαν εγκιβωτισθεί και μεταφερθεί σε καταφύγια της Αθήνας (35 κιβώτια φυλάχτηκαν στο σπήλαιο της Εννεάκρουνου και άλλα 22 στις φυλακές του Σωκράτη) τα χρυσά είχαν αποκρυφτεί στα υπόγεια της Τράπεζας της Ελλάδας, τα μεγάλα αγάλματα είχαν καταχωθεί σε μεγάλες τάφρους που ανοίχθηκαν στα δάπεδα των αιθουσών.
Την επόμενη της εισβολής των Ναζιστικών στρατευμάτων στην Αθήνα, η Σέμνη και ο Χρήστος Καρούζος έστειλαν την παραίτησή τους από μέλη στο Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο. «Από πολλά χρόνια είχε πάψει (το Ινστιτούτο) να έχει σχέση με την Επιστήμη και έπρεπε να τους κοπεί η ελπίδα ότι θα πετύχαιναν τίποτε στην προσπάθεια που τη μάντευα συστηματική και μεθοδική να μας λερώσουν όλους με αθώες προτάσεις ειρηνικής και πολιτιστικής συνεργασίας», αναφέρει ο Χρήστος Καρούζος, Διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, στη συνέντευξή του της 16ης Ιουνίου του 1945 στα Ελεύθερα Γράμματα. Ο ίδιος συνεχίζει: «Μόλις μπήκαν οι Γερμανοί, οι αρχαιολόγοι τους που αποτέλεσαν ιδιαίτερη στρατιωτική «υπηρεσία προστασίας της τέχνης» απαιτήσανε πρώτα-πρώτα να ανοίξουμε αμέσως τα Μουσεία, λέγοντας στην αρχή πως ο πόλεμος τελείωσε πια, ύστερα πως τα αρχαία θα πάθουν κρυμμένα, ύστερα πως στον πόλεμο ίσα-ίσα οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να καταφεύγουν στην τέχνη κλπ.»
Πράγματι, ήδη από τον Ιούνιο του 1941 ο Hans Ulrich von Schönebeck αρχαιολόγος και Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Προστασίας των Μνημείων της Τέχνης είχε ζητήσει επίμονα την επαναλειτουργία του Εθνικού Μουσείου. Για τον σκοπό αυτό οι κατοχικές δυνάμεις συνέταξαν ένα κατάλογο από 103 αγάλματα με την απαίτηση να εκτεθούν, ανάμεσά τους ο Ποσειδώνας του Αρτεμισίου, ο έφηβος των Αντικυθήρων και ο έφηβος του Μαραθώνα, μια εντολή που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Κατά τον Χρήστο Καρούζο: «Η επίμονη αντίσταση της αρχαιολογικής υπηρεσίας, γλύτωσε τα σπουδαιότερα Μουσεία μας από την καταστροφή και τη λεηλασία.»
«Η σημαντικότερη ζημία έγινε στο παλαιό κτήριο τις ημέρες του Δεκεμβριανού εφιάλτη» αφηγείται η Σέμνη Καρούζου. Και συνεχίζει: «Βόμβες έπεσαν στη στέγη που ήταν όλη ξύλινη, δεν έφθασαν όμως έως τα αρχαία μάρμαρα, τα θαμμένα βαθιά στο χώμα».
Η αποκάλυψη των θαμμένων αρχαίων ήταν το πρώτο μέλημα μετά το τέλος του πολέμου. Μαζί και η αγωνία για την τύχη τους: «Τί είχε γίνει κάτω από το παχύ στρώμα της άμμου, σε ποια κατάσταση βρίσκονταν τα θαμμένα γλυπτά…»
Πηγή: https://www.namuseum.gr