Το Μουσείο Ορυκτολογίας – Πετρολογίας του ΕΚΠΑ περιλαμβάνει τρεις αίθουσες με συνολικό εμβαδόν περί τα 900 m. Το Μουσείο διαθέτει επίσης χώρους εργαστηρίων, γραφείων και αποθηκών, οι οποίοι δεν είναι προσπελάσιμοι στο κοινό.
Στην πρώτη αίθουσα παρουσιάζονται δείγματα ορυκτών υψηλής αισθητικής, μερικά από τα οποία συγκαταλέγονται στα καλύτερα του κάθε είδους, που είναι τοποθετημένα σε επτά σύγχρονες κρυστάλλινες προθήκες, εσωτερικά φωτισμένες, ώστε να δημιουργούν στον επισκέπτη ένα αίσθημα θαυμασμού.
Στη δεύτερη αίθουσα, σε τρεις εντοιχισμένες προθήκες παρουσιάζονται δείγματα και επεξηγηματικά κείμενα για την κατανόηση της έννοιας των ορυκτών, των πετρωμάτων, των μεταλλευμάτων και των βιομηχανικών ορυκτών. Στην ειδική προθήκη που είναι αφιερωμένη στους μετεωρίτες, εκτίθεται δείγμα σιδηρομετεωρίτη από την Αργεντινή.
Στην τρίτη αίθουσα ο επισκέπτης συναντάει τις βαριές, ξύλινες προθήκες του 19ου αιώνα, που περιλαμβάνουν τη συστηματική συλλογή ορυκτών, συλλογές πολύτιμων λίθων, πετρογραφικές και κοιτασματολογικές συλλογές και το αφιέρωμα στο ηφαίστειο της Σαντορίνης. Επίσης, υπάρχουν πέντε προθήκες με πολύτιμους λίθους ακατέργαστους και επεξεργασμένους, αντίγραφα σφραγιδολίθων διαφόρων εποχών, καθώς και αποτυπώματά τους σε καθαρό άργυρο.
Το Μουσείο Ορυκτολογίας και Πετρολογίας στεγάστηκε, μέχρι το έτος 1979, στο κτίριο της οδού Ακαδημίας, μεταξύ των οδών Μασσαλίας και Σίνα (σήμερα κτίριο Κωστή Παλαμά), οπότε οι συλλογές του μεταφέρθηκαν στην Πανεπιστημιούπολη (Άνω Ιλίσια) όπου και παρέμειναν αποθηκευμένες έως το 1996.
Σε μια προσπάθεια επισκευής των ξύλινων προθηκών του 19ου αιώνα οι συλλογές υπέστησαν σημαντικότατη ζημιά, όλα σχεδόν τα δείγματα χωρίστηκαν από τις ετικέτες τους, ενώ ένας αριθμός δειγμάτων καταστράφηκε.
Το έτος 1997, με εντολή του Διευθυντού του Τομέα καθηγητή Εμμανουήλ Μπαλτατζή, ανετέθη στον καθηγητή Α. Κατερινόπουλο η εξαρχής αναγνώριση και σύγχρονη ταξινόμηση των δειγμάτων του Μουσείου, με σκοπό την επαναλειτουργία του. Σε αυτή του την προσπάθεια είχε τη βοήθεια του Δρ. γεωλόγου (και σήμερα καθηγητή) Π. Βουδούρη και της γεωλόγου Θ. Ταγματάρχη, υπό την καθοδήγηση του καθηγητή Κ. Σιδέρη, τότε Προέδρου του Τμήματος Γεωλογίας. Τα εγκαίνια της επαναλειτουργίας του Μουσείου έγιναν στις 7 Φεβρουαρίου 2000.
Σήμερα οι συλλογές των δειγμάτων του Μουσείου εκτίθενται σε ανεξάρτητο χώρο στο ισόγειο μέσα στο κτιριακό συγκρότημα του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος. Πρόκειται όχι μόνο για την παλαιότερη ορυκτολογική – πετρογραφική συλλογή στην Ελλάδα αλλά επίσης για μία συλλογή διεθνούς εμβέλειας. Διευθυντής του Μουσείου ο καθηγητής Α.Μαγγανάς.
Οι συλλογές του Μουσείου εμπλουτίσθηκαν σημαντικά με τη δωρεά της συλλογής Α. Βερναρδάκη με Ρώσικα κυρίως ορυκτά (1874) και την αγορά της συλλογής B. Wappler (1880) με 1200 περίπου δείγματα πετρωμάτων από όλο τον κόσμο.
Ο Δανός Christian Ernst δώρισε το 1899 στο Μουσείο περί τα 150 δείγματα με ζεόλιθους, ενώ το 1902 αγοράστηκαν από τον Ε. Πονηρόπουλο 140 δείγματα ορυκτών από το Βεζούβιο. Στα τέλη του περασμένου αιώνα έως αρχές του εικοστού αιώνα χρονολογούνται και τα δείγματα ορυκτών Λαυρίου μεταξύ των οποίων και η συλλογή από σμιθσονίτες μοναδική στον κόσμο, με αγορά περίπου 350 δειγμάτων από το Γιαννόπουλο (1883), 120 δειγμάτων από το Γ. Κοντόπουλο (1901), 60 δειγμάτων από τον Ι. Λυμπεριάδη (1912) και το Ν. Μάνθο (1914). Αξίζει επίσης να αναφερθούν οι δωρεές του καθηγητή Μ. Μαραβελάκη, και του Α. Δεληγιώργη εργοδηγού των μεταλλείων Κασσάνδρας με ορυκτά Κρήτης και Χαλκιδικής αντίστοιχα.
Υπό τη διεύθυνσή του Κ. Κτενά (1913 – 1935) έγινε ταξινόμηση των ορυκτολογικών και πετρολογικών συλλογών, και πραγματοποιήθηκε συστηματική έκθεση ορυκτών και πετρωμάτων Ελληνικής προέλευσης, βελτιώθηκε σημαντικά η κατάσταση του Μουσείου και Εργαστηρίου και προστέθηκε η συλλογή λαβών και αναβλημάτων των πρόσφατων εκρήξεων του ηφαιστείου της Σαντορίνης.
Μετά το 1930 το Μουσείο επεκτάθηκε και συγκεντρώθηκαν όλες οι συλλογές πετρωμάτων Ελληνικής προέλευσης. Οι διδακτικές συλλογές του Μουσείου και Εργαστηρίου εμπλουτίσθηκαν με αγορά από τη Γερμανία ορυκτολογικών και πετρολογικών συλλογών, οι οποίες τοποθετήθηκαν σε ειδικά διαμορφωμένες προθήκες. Ιδιαίτερα από το 1912 οργανώθηκαν πολλές γεωλογικές εκδρομές από το προσωπικό του Μουσείου σε διάφορα μέρη της Ελλάδας με σκοπό τη συλλογή δειγμάτων ορυκτών και πετρωμάτων.
Το 1928 το Μουσείο απόκτησε έπειτα από δωρεές τις ορυκτολογικές συλλογές του ακαδημαϊκού Φ. Νέγρη, μηχανικού μεταλλείων και του Ι. Μανούσου (η δεύτερη με ορυκτά από τη Μήλο) και εμπλουτίσθηκε το 1929 με αγορά 600 δειγμάτων. Το 1931 περιήλθαν, έπειτα από δωρεές στο Μουσείο, δύο σημαντικές συλλογές η μία του Κ. Κτενά με ορυκτά από τη Φινλανδία και η δεύτερη του υφηγητή Σ. Παπαβασιλείου με ορυκτά από τη Νάξο. Μια νέα σημαντική αγορά δειγμάτων ορυκτών (400 δείγματα από διάφορες Ευρωπαϊκές τοποθεσίες) πραγματοποιήθηκε το 1935, ενώ το 1938 δωρίστηκαν από τον Κοφινά δείγματα ορυκτών από το Transvaal της Ν. Αφρικής.
Μετά το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι συλλογές του Μουσείου εμπλουτίσθηκαν έπειτα από δωρεές των Λαβράνου (ορυκτά από τη Ν. Αφρική) και Ξάνθου (ορυκτά από τον Ελλαδικό χώρο), ενώ κατά τη διάρκεια των ετών 1958 – 1962, η συλλογή των ορυκτών του Μουσείου επαναταξινομήθηκε με την καθοδήγηση του τότε καθηγητή Α. Γεωργιάδη.
Το 1997 αγοράστηκε η συλλογή του Ν. Νικολιδάκη με 140 δείγματα από ορυκτά του Λαυρίου, και αποκτήθηκαν έπειτα από δωρεά η συλλογή Αθ. Τάταρη (δείγματα από την Ελλάδα και το εξωτερικό), καθώς η συλλογή Α. Τσολάκου (δείγματα κυρίως από Σέριφο). Ακολούθησαν το 1999 οι δωρεές της οικογένειας Ι. Παπανικολάου και του Α. Κατερινόπουλου, με ορυκτά από τον Ελλαδικό χώρο και μια συλλογή με ακατέργαστους και κατεργασμένους πολύτιμους λίθους από τον Ν. Kielty-Λαμπρινίδη. Τα δείγματα αυτά εκτίθενται σε αυτόφωτες περίοπτες προθήκες, δωρεά της οικογένειας Αξαρλιάν σε μνήμη Θάνου Αξαρλιάν.
Σημαντική δωρεά ήταν και της οικογένειας Μεταξά, με την οποία αποκτήθηκε το μοναδικό δείγμα χαλαζία, ποικιλία καπνίας με μορφή σκήπτρου. Το Μουσείο διαθέτει σήμερα τουλάχιστον 10.000 δείγματα ορυκτών και 15.000 δείγματα πετρωμάτων και μεταλλευμάτων, από τα οποία εκτίθενται περίπου 3500 δείγματα ορυκτών και 400 δείγματα πετρωμάτων.
Eπιμέλεια: Πέτρος Τζεφέρης
Πηγή: www.oryktosploutos.net