Μουσείο Ορυκτολογίας & Πετρολογίας EKΠΑ

Eltrak - Cat banner ad

Το Μουσείο Ορυκτολογίας – Πετρολογίας του ΕΚΠΑ περιλαμβάνει τρεις αίθουσες με συνολικό εμβαδόν περί τα 900 m. Το Μουσείο διαθέτει επίσης χώρους εργαστηρίων, γραφείων και αποθηκών, οι οποίοι δεν είναι προσπελάσιμοι στο κοινό.

Στην πρώτη αίθουσα παρουσιάζονται δείγματα ορυκτών υψηλής αισθητικής, μερικά από τα οποία συγκαταλέγονται στα καλύτερα του κάθε είδους, που είναι τοποθετημένα σε επτά σύγχρονες κρυστάλλινες προθήκες, εσωτερικά φωτισμένες, ώστε να δημιουργούν στον επισκέπτη ένα αίσθημα θαυμασμού.

Stonetech banner ad
Stonetech banner ad

Στη δεύτερη αίθουσα, σε τρεις εντοιχισμένες προθήκες παρουσιάζονται δείγματα και επεξηγηματικά κείμενα για την κατανόηση της έννοιας των ορυκτών, των πετρωμάτων, των μεταλλευμάτων και των βιομηχανικών ορυκτών. Στην ειδική προθήκη που είναι αφιερωμένη στους μετεωρίτες, εκτίθεται δείγμα σιδηρομετεωρίτη από την Αργεντινή.

Το μουσείο είναι ανοικτό στο κοινό καθημερινά τις πρωϊνές ώρες. Έκθεμα lapis lazuli από Afganistan.Photo by P. Tzeferis

Στην τρίτη αίθουσα ο επισκέπτης συναντάει τις βαριές, ξύλινες προθήκες του 19ου αιώνα, που περιλαμβάνουν τη συστηματική συλλογή ορυκτών, συλλογές πολύτιμων λίθων, πετρογραφικές και κοιτασματολογικές συλλογές και το αφιέρωμα στο ηφαίστειο της Σαντορίνης. Επίσης, υπάρχουν πέντε προθήκες με πολύτιμους λίθους ακατέργαστους και επεξεργασμένους, αντίγραφα σφραγιδολίθων διαφόρων εποχών, καθώς και αποτυπώματά τους σε καθαρό άργυρο.

Οι συλλογές του Μουσείου Ορυκτολογίας και Πετρολογίας δημιουργήθηκαν μέσα στα πλαίσια της Φυσιογραφικής Εταιρείας, που ιδρύθηκε το έτος 1835. Το Πανεπιστήμιο περιέλαβε τις συλλογές στους χώρους χρήσης του από την ίδρυση του, το 1837. Το 1908 δημιουργήθηκαν τα Πανεπιστημιακά Μουσεία Ορυκτολογίας – Πετρογραφίας, Παλαιοντολογίας – Γεωλογίας, Ζωολογίας και Βοτανικής και από τότε λειτουργούν ως ανεξάρτητα παραρτήματα. Από το έτος 1982 το Μουσείο Ορυκτολογίας και Πετρολογίας υπάγεται στο τμήμα Γεωλογίας μαζί με τον ομώνυμο Τομέα.
Σήμερα οι συλλογές των δειγμάτων του Μουσείου εκτίθενται σε ανεξάρτητο χώρο στο ισόγειο μέσα στο κτιριακό συγκρότημα του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος. Photo by P. Tzeferis
Καθηγητές Ορυκτολογίας και Πετρολογίας και σχετικών εδρών του περασμένου αιώνα, ήσαν οι Η. Μητσόπουλος, (1845 – 1892) και Κ. Μητσόπουλος (1845 – 1910), που χρημάτισαν και διευθυντές του ομώνυμου Μουσείου, την ίδια περίοδο. Το έτος 1910 εξελέγη καθηγητής Ορυκτολογίας και Πετρολογίας ο Κ. Κτενάς (1912 – 1935). Τον διαδέχθηκε ως καθηγητής Ορυκτολογίας και Πετρολογίας ο Γ. Γεωργαλάς (1936 – 1946) και στη συνέχεια ως καθηγητές της ίδιας έδρας οι Α. Γεωργιάδης (1946 – 1965) και Γ. Μαράκης (1973 – 1993), που ήσαν και διευθυντές του ομώνυμου Μουσείου. Με το νόμο 1268/82 ιδρύθηκε η Σχολή Θετικών Επιστημών, στην οποία υπάγεται το Τμήμα Γεωλογίας, όπου ανήκει ο Τομέας Ορυκτολογίας και Πετρολογίας, στο οποίο προσαρτάται το ομώνυμο Μουσείο. Ακολούθως ορίζεται Πρόεδρος της Τριμελούς Διοικούσας Επιτροπής του Μουσείου ο καθηγητής Κ. Σιδέρης. Το έτος 2000 εξελέγη Διευθυντής του Μουσείου ο (τότε) αν. καθηγητής Α. Κατερινόπουλος.
Αμέθυστος από τη Βραζιλία. Photo by P. Tzeferis

Το Μουσείο Ορυκτολογίας και Πετρολογίας στεγάστηκε, μέχρι το έτος 1979, στο κτίριο της οδού Ακαδημίας, μεταξύ των οδών Μασσαλίας και Σίνα (σήμερα κτίριο Κωστή Παλαμά), οπότε οι συλλογές του μεταφέρθηκαν στην Πανεπιστημιούπολη (Άνω Ιλίσια) όπου και παρέμειναν αποθηκευμένες έως το 1996.

Σε μια προσπάθεια επισκευής των ξύλινων προθηκών του 19ου αιώνα οι συλλογές υπέστησαν σημαντικότατη ζημιά, όλα σχεδόν τα δείγματα χωρίστηκαν από τις ετικέτες τους, ενώ ένας αριθμός δειγμάτων καταστράφηκε.

Πρόκειται για το πρώτο μουσείο στη νεότερη Ελλάδα το οποίο ιδρύθηκε το 1837, λίγο μετά την Επανάσταση του 1821. Στο έκθεμα γύψος από Λαύριο. Photo by P. Tzeferis©.

Το έτος 1997, με εντολή του Διευθυντού του Τομέα καθηγητή Εμμανουήλ Μπαλτατζή, ανετέθη στον  καθηγητή Α. Κατερινόπουλο η εξαρχής αναγνώριση και σύγχρονη ταξινόμηση των δειγμάτων του Μουσείου, με σκοπό την επαναλειτουργία του. Σε αυτή του την προσπάθεια είχε τη βοήθεια του Δρ. γεωλόγου (και σήμερα καθηγητή) Π. Βουδούρη και της γεωλόγου Θ. Ταγματάρχη, υπό την καθοδήγηση του καθηγητή Κ. Σιδέρη, τότε Προέδρου του Τμήματος Γεωλογίας. Τα εγκαίνια της επαναλειτουργίας του Μουσείου έγιναν στις 7 Φεβρουαρίου 2000.

Σήμερα οι συλλογές των δειγμάτων του Μουσείου εκτίθενται σε ανεξάρτητο χώρο στο ισόγειο μέσα στο κτιριακό συγκρότημα του Τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος. Πρόκειται όχι μόνο για την παλαιότερη ορυκτολογική – πετρογραφική συλλογή στην Ελλάδα αλλά επίσης για μία συλλογή διεθνούς εμβέλειας. Διευθυντής του Μουσείου ο   καθηγητής  Α.Μαγγανάς.

Σπάνιο κομμάτι από τη Νάξο.Photo by P. Tzeferis
Η σπουδαιότητα της συλλογής δεν οφείλεται μόνο στην παρουσίαση ιδιαίτερα αισθητικών δειγμάτων, αλλά και στην αφθονία και ποιότητα δειγμάτων ορυκτών από “κλασσικές” θέσεις των τότε κρατών της Αυστρο-Ουγγρικής Μοναρχίας, της Γερμανικής Αυτοκρατορίας και της Τσαρικής Ρωσίας, κυρίως από τοποθεσίες που σήμερα έχουν εξαντληθεί και είναι γνωστές μόνο από τη βιβλιογραφία.
Στις συλλογές του Μουσείου υπάρχει πληθώρα δειγμάτων από τα Μεταλλευτικά Όρη (πρώην Ουγγρική μεταλλευτική επαρχία) όπως το Schemnitz και το Kremnitz, από το Freiberg της Σαξονίας, τα όρη Harz της Γερμανίας, το Siebenbuergen της Ρουμανίας (περιοχές Nagyag, Banat, Felsobanya), τα Ουράλια όρη (περιοχές Miask, Nishne Tagil, Achmatovsk, Mursinka) και τη Σιβηρία (περιοχή Nertschinsk).
Σε ειδικό σκοτεινό θάλαμο βρίσκεται μια μεγάλη συλλογή, με ιδιαίτερα εντυπωσιακά φωσφορίζοντα και φθορίζοντα ορυκτά
Την πρώτη σημαντική συλλογή απέκτησε το Μουσείο το 1858 έπειτα από δωρεά του Kaemmerer, Υπουργικού Συμβούλου της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Η συλλογή αυτή περιελάμβανε σημαντικά δείγματα (συνολικά 158) από τα Ουράλια όρη και περιοχές της Αυτοκρατορικής επικράτειας, που ενσωματώθηκαν μεταγενέστερα στην πρώην Σοβιετική Ένωση.
Φθορίζοντα και Φωσφορίζοντα ορυκτά. Photo by P. Tzeferis
Ακολούθησαν το 1859 η δωρεά της συλλογής Penosta με ορυκτά από το Τυρόλο, και το 1860, η σημαντικότερη ίσως δωρεά στο Μουσείο από το Χαριτώφ, πρόξενο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, με 555 δείγματα ορυκτών και πολυτίμων λίθων από τη Ρωσία και Σιβηρία.
Μεταξύ των δωρητών είναι ο Φωκίωνας Νέγρης (ήταν γεωλόγος), φιλέλληνες και Έλληνες του εξωτερικού.Photo by P. Tzeferis
Το ίδιο έτος αγοράστηκαν οι συλλογές Π. Βουγιούκα, λοχαγού του Μηχανικού, με 450 δείγματα ορυκτών από όλο τον κόσμο (220 διαφορετικά είδη), και Γ. Σούτσου (60 δείγματα ορυκτών γερμανικής προέλευσης). Σημαντική δωρεά, ήταν εκείνη των Όθωνα και Αμαλίας το 1863, με ορυκτά και μεταλλεύματα που συνέλεξε ο γεωλόγος Fiedler από τον Ελλαδικό χώρο. Στην ίδια δωρεά περιλαμβάνεται και η συλλογή Θ. Ξένου με ορυκτά από τη νήσο Έλβα.
Το 1868 δωρίστηκαν στο Μουσείο από το Β. Βιτάλη περίπου 100 δείγματα ορυκτών χρυσού και αργύρου από διάφορα ορυχεία του Μεξικού, καθώς και 150 δείγματα ορυκτών της Σουηδίας από το Nordenskjold. Την ίδια περίοδο αγοράστηκε η συλλογή του ιατρού A. Lindermayer με περισσότερα από 400 ορυκτά και πετρώματα από την Ελλάδα και το εξωτερικό.
Τεράστιο έκθεμα Γύψου από Λαύριο. Photo by P. Tzeferis

Οι συλλογές του Μουσείου εμπλουτίσθηκαν σημαντικά με τη δωρεά της συλλογής Α. Βερναρδάκη με Ρώσικα κυρίως ορυκτά (1874) και την αγορά της συλλογής B. Wappler (1880) με 1200 περίπου δείγματα πετρωμάτων από όλο τον κόσμο.

Ο Δανός Christian Ernst δώρισε το 1899 στο Μουσείο περί τα 150 δείγματα με ζεόλιθους, ενώ το 1902 αγοράστηκαν από τον Ε. Πονηρόπουλο 140 δείγματα ορυκτών από το Βεζούβιο. Στα τέλη του περασμένου αιώνα έως αρχές του εικοστού αιώνα χρονολογούνται και τα δείγματα ορυκτών Λαυρίου μεταξύ των οποίων και η συλλογή από σμιθσονίτες μοναδική στον κόσμο, με αγορά περίπου 350 δειγμάτων από το Γιαννόπουλο (1883), 120 δειγμάτων από το Γ. Κοντόπουλο (1901), 60 δειγμάτων από τον Ι. Λυμπεριάδη (1912) και το Ν. Μάνθο (1914). Αξίζει επίσης να αναφερθούν οι δωρεές του καθηγητή Μ. Μαραβελάκη, και του Α. Δεληγιώργη εργοδηγού των μεταλλείων Κασσάνδρας με ορυκτά Κρήτης και Χαλκιδικής αντίστοιχα.

Υπό τη διεύθυνσή του Κ. Κτενά (1913 – 1935) έγινε ταξινόμηση των ορυκτολογικών και πετρολογικών συλλογών, και πραγματοποιήθηκε συστηματική έκθεση ορυκτών και πετρωμάτων Ελληνικής προέλευσης, βελτιώθηκε σημαντικά η κατάσταση του Μουσείου και Εργαστηρίου και προστέθηκε η συλλογή λαβών και αναβλημάτων των πρόσφατων εκρήξεων του ηφαιστείου της Σαντορίνης.

Μετά το 1930 το Μουσείο επεκτάθηκε και συγκεντρώθηκαν όλες οι συλλογές πετρωμάτων Ελληνικής προέλευσης. Οι διδακτικές συλλογές του Μουσείου και Εργαστηρίου εμπλουτίσθηκαν με αγορά από τη Γερμανία ορυκτολογικών και πετρολογικών συλλογών, οι οποίες τοποθετήθηκαν σε ειδικά διαμορφωμένες προθήκες. Ιδιαίτερα από το 1912 οργανώθηκαν πολλές γεωλογικές εκδρομές από το προσωπικό του Μουσείου σε διάφορα μέρη της Ελλάδας με σκοπό τη συλλογή δειγμάτων ορυκτών και πετρωμάτων.

Αμέθυστος, Βραζιλία. Photo by P. Tzeferis

Το 1928 το Μουσείο απόκτησε έπειτα από δωρεές τις ορυκτολογικές συλλογές του ακαδημαϊκού Φ. Νέγρη, μηχανικού μεταλλείων και του Ι. Μανούσου (η δεύτερη με ορυκτά από τη Μήλο) και εμπλουτίσθηκε το 1929 με αγορά 600 δειγμάτων. Το 1931 περιήλθαν, έπειτα από δωρεές στο Μουσείο, δύο σημαντικές συλλογές η μία του Κ. Κτενά με ορυκτά από τη Φινλανδία και η δεύτερη του υφηγητή Σ. Παπαβασιλείου με ορυκτά από τη Νάξο. Μια νέα σημαντική αγορά δειγμάτων ορυκτών (400 δείγματα από διάφορες Ευρωπαϊκές τοποθεσίες) πραγματοποιήθηκε το 1935, ενώ το 1938 δωρίστηκαν από τον Κοφινά δείγματα ορυκτών από το Transvaal της Ν. Αφρικής.

Μετά το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι συλλογές του Μουσείου εμπλουτίσθηκαν έπειτα από δωρεές των Λαβράνου (ορυκτά από τη Ν. Αφρική) και Ξάνθου (ορυκτά από τον Ελλαδικό χώρο), ενώ κατά τη διάρκεια των ετών 1958 – 1962, η συλλογή των ορυκτών του Μουσείου επαναταξινομήθηκε με την καθοδήγηση του τότε καθηγητή Α. Γεωργιάδη.

Διοπτάσιος από τη νέα πτέρυγα του μουσείου. Photo by P. Tzeferis

Το 1997 αγοράστηκε η συλλογή του Ν. Νικολιδάκη με 140 δείγματα από ορυκτά του Λαυρίου, και αποκτήθηκαν έπειτα από δωρεά η συλλογή Αθ. Τάταρη (δείγματα από την Ελλάδα και το εξωτερικό), καθώς η συλλογή Α. Τσολάκου (δείγματα κυρίως από Σέριφο). Ακολούθησαν το 1999 οι δωρεές της οικογένειας Ι. Παπανικολάου και του Α. Κατερινόπουλου, με ορυκτά από τον Ελλαδικό χώρο και μια συλλογή με ακατέργαστους και κατεργασμένους πολύτιμους λίθους από τον Ν. Kielty-Λαμπρινίδη. Τα δείγματα αυτά εκτίθενται σε αυτόφωτες περίοπτες προθήκες, δωρεά της οικογένειας Αξαρλιάν σε μνήμη Θάνου Αξαρλιάν.

Σημαντική δωρεά ήταν και της οικογένειας Μεταξά, με την οποία αποκτήθηκε το μοναδικό δείγμα χαλαζία, ποικιλία καπνίας με μορφή σκήπτρου. Το Μουσείο διαθέτει σήμερα τουλάχιστον 10.000 δείγματα ορυκτών και 15.000 δείγματα πετρωμάτων και μεταλλευμάτων, από τα οποία εκτίθενται περίπου 3500 δείγματα ορυκτών και 400 δείγματα πετρωμάτων.

Eπιμέλεια: Πέτρος Τζεφέρης

Πηγή: www.oryktosploutos.net