Τον καταλυτικό ρόλο των ορυκτών πρώτων υλών και τις προκλήσεις που γεννώνται για την ελληνική οικονομία, αναλύει η Τράπεζα της Ελλάδος στην τελευταία της ενδιάμεση έκθεση.
Όπως τονίζουν οι συντάκτες της έκθεσης οι ορυκτές πρώτες ύλες αποτελούν σημαντική εισροή στην παραγωγή ενδιάμεσων και τελικών αγαθών. Μέχρι σήμερα, οι χώρες της ΕΕ παρουσιάζουν υψηλό βαθμό εξάρτησης από εισαγωγές, προερχόμενες από λίγες χώρες εκτός ΕΕ.
Ως εκ τούτου, οι γεωπολιτικές εξελίξεις εντείνουν τον κίνδυνο ενδεχόμενης διακοπής της παροχής πρώτων υλών στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας.
Οι αδυναμίες
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ανέδειξε αδυναμίες στην εφοδιαστική αλυσίδα της Ευρώπης, λόγω της υψηλής εξάρτησης από ενεργειακά αγαθά από τη Ρωσία. Οι επιπλοκές που δημιούργησε η κατάσταση αυτή οδήγησαν την ΕΕ στη λήψη μέτρων με στόχο να αποτραπούν ανάλογες καταστάσεις σε άλλες αγορές αγαθών στο μέλλον.
Η θέση της Ελλάδας
Η ΤτΕ υπογραμμίζει ότι τα αποθέματα κρίσιμων πρώτων υλών προς εν δυνάμει αξιοποίηση στην Ελλάδα είναι σημαντικά, γεγονός που μπορεί να ενισχύσει τις εξαγωγές και τον γεωπολιτικό της ρόλο.
Μεταξύ των ορυκτών πρώτων υλών, ήδη πραγματοποιείται εξόρυξη βωξίτη, νικελίου, κοβαλτίου, μαγνησίτη, χαλαζία και χαλκού.
Παράλληλα καταγράφεται αύξηση στην παραγωγή χρυσού και γύψου και μείωση, σε συμμόρφωση και προς τις ευρωπαϊκές οδηγίες, στην παραγωγή λιγνίτη και νικελίου.
Η έκθεση αναφέρει ότι η παραγωγή της Ελλάδος με την υψηλότερη παγκόσμια κατάταξη για το 2021 αφορούσε τον περλίτη (2η θέση), τον μπεντονίτη (5η θέση) και τον μαγνησίτη (10η θέση), ενώ η εγχώρια παραγωγή βωξίτη ήταν 14η σε παγκόσμιο επίπεδο.
Κατά τα πρόσφατα έτη η Ελλάδα μείωσε την παραγωγή λιγνίτη κατά 68% (μεταξύ 2017-2021), ενώ η μεγαλύτερη αύξηση καταγράφεται στον χρυσό (σε συνάρτηση και με τη σχετική επένδυση στις Σκουριές) και ακολουθεί ο γύψος, με αύξηση παραγωγής 64,5%.
Μείωση κατέγραψε επίσης η παραγωγή νικελίου κατά 74,5%.
Οι ελληνικές εξαγωγές
Οι ελληνικές εξαγωγές ορυκτών πρώτων υλών το 2022 ανήλθαν σε 1,0 δισεκ. ευρώ, έναντι 933 εκατ. ευρώ το προηγούμενο έτος, και αφορούν κυρίως αλουμίνιο και χαλκό, πρώτες ύλες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο κρίσιμων πρώτων υλών.
Ωστόσο, τα αποδεδειγμένα και καταγεγραμμένα διαθέσιμα κοιτάσματα περιλαμβάνουν επίσης κοβάλτιο, λίθιο, γραφίτη, καθώς και σπάνιες γαίες. Η εκμετάλλευση αυτών των κοιτασμάτων, σε συνδυασμό με τις τεχνολογικές και περιβαλλοντικές απαιτήσεις σε πρώτες ύλες, μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των εξαγωγών, αλλά και να ενισχύσει εγχώριες παραγωγικές επενδύσεις οι οποίες θα συμβάλουν στη διαφοροποίηση του σημερινού παραγωγικού προτύπου.
Εθνική πολιτική
Οι αναλυτές της ΤτΕ υπογραμμίζουν ότι η εθνική πολιτική για την αξιοποίηση των ορυκτών πρώτων υλών απαιτεί τροποποιήσεις στις χρήσεις γης, το χωροταξικό σχεδιασμό, το νόμο περί λατομείων και τις περιβαλλοντικές αδειοδοτήσεις.
Κύριος λόγος άλλωστε για την καθυστέρηση υλοποίησης επενδύσεων προς αξιοποίηση κοιτασμάτων είναι η διαδικασία αδειοδότησης, η οποία μέχρι σήμερα ήταν αργή.
Τα σημαντικά χρονικά διαστήματα που απαιτούνται για την εκκίνηση μίας επένδυσης στον τομέα των ορυχείων-λατομείων επιμηκύνονται από τις αδειοδοτήσεις έρευνας, τις διαδικασίες εκμίσθωσης, αλλά και τις απαιτήσεις για εγγυητικές επιστολές περιβαλλοντικής αποκατάστασης.
Στόχος είναι ο έως σήμερα μακρύς χρόνος αδειοδότησης να μειωθεί μετά από νομοθετικές αλλαγές, σε 2-3 έτη.
Στρατηγική σημασία
Οι άξονες δράσης για την αξιοποίηση των εγχώριων κοιτασμάτων κρίσιμων πρώτων υλών θα πρέπει να έχουν μακροχρόνιο ορίζοντα και ολοκληρωμένη αιτιολόγηση, καθώς πρόκειται για εθνικό πλούτο στρατηγικής σημασίας.
Ορισμένα κοιτάσματα βρίσκονται σε παράκτιο ή υποθαλάσσιο χώρο και η εκμετάλλευσή τους περιπλέκεται από τις εκκρεμότητες οριστικής οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου.
Η ακτινογραφία των γεωτρήσεων
Μέχρι σήμερα πραγματοποιήθηκαν 1.699 ερευνητικές γεωτρήσεις, που αφορούν κυρίως θειούχα μεταλλεύματα και χαλκό (28%), μεταλλεύματα χρωμίτη (22%), μεταλλεύματα προσχωματικού χρυσού (16%), βιομηχανικά ορυκτά-φωσφορίτες (14%) και μεταλλεύματα μαγγανίου (9%).
Οι έρευνες και οι χημικές αναλύσεις είναι απαραίτητες όχι μόνο για την τεκμηρίωση ύπαρξης ενός κοιτάσματος, αλλά και για την κατηγοριοποίησή του όσον αφορά το βαθμό καθαρότητας ή πρόσμιξης με άλλα στοιχεία. Οι ενδείξεις χρειάζεται να τεκμηριώνονται και για το λόγο αυτό έχουν πραγματοποιηθεί χημικές αναλύσεις μετά από γεωτρήσεις και ερευνητικές εργασίες. Σημειώνεται ότι ορισμένες περιοχές εξαιρούνται από τη δυνατότητα γεώτρησης για λόγους δημόσιου συμφέροντος.
Παράλληλα, άλλος παράγοντας μη εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων είναι η περιεκτικότητά τους σε ραδιενεργά στοιχεία και βαρέα μέταλλα.
Προοπτικές ανάπτυξης
Συνοψίζοντας η ΤτΕ αναφέρει ότι η παραγωγή και οι εξαγωγές ορυκτών πρώτων υλών είναι μια αγορά με προοπτικές δυναμικής ανάπτυξης, η οποία όμως έχει αλληλεπίδραση με τις πολιτικές προστασίας του περιβάλλοντος, την ενεργειακή μετάβαση και τη διαφύλαξη της ποιότητας του τουριστικού προϊόντος.
Στην ΕΕ, η περιορισμένη μέχρι σήμερα παραγωγή κρίσιμων πρώτων υλών οδηγεί σε υψηλή εισαγωγική εξάρτηση, παρόλο που υπάρχουν καταγεγραμμένα αποθέματα σε κράτη-μέλη της.
Ωστόσο, για την εκμετάλλευση των κρίσιμων πρώτων υλών, η οποία θα ενισχύσει τη στρατηγική αυτονομία της ΕΕ, είναι σημαντικό να υιοθετηθούν βέλτιστες στρατηγικές επιλογές για την αποκόμιση του μέγιστου δυνατού οφέλους.
Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη της μεταποίησης που θα προκύψει από στρατηγικές αποφάσεις εκμετάλλευσης των διαθέσιμων κοιτασμάτων της Ελλάδoς θα ενδυναμώσει και τις προσπάθειες τροποποίησης του παραγωγικού της προτύπου με την αξιοποίηση της καινοτομίας στη διαφοροποίηση των απαιτούμενων πρώτων υλών και των πηγών προμήθειάς τους, την αύξηση των εξαγωγών και της συμμετοχής της χώρας στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, συμβάλλοντας σε αύξηση της απασχόλησης και της ευημερίας.
Ορυκτές πρώτες ύλες
Οι ορυκτές πρώτες ύλες διακρίνονται σε διάφορες κατηγορίες, όπως κοιτάσματα (μεταλλευτικά, ενεργειακά, βιομηχανικά), μάρμαρα, σχιστολιθικές πέτρες, αδρανή υλικά κ.λπ. Ο χαρακτηρισμός “κρίσιμες πρώτες ύλες” δεν αφορά το σύνολό τους, αλλά ένα μέρος τους.
Ειδικότερα, οι ορυκτές πρώτες ύλες που χαρακτηρίζονται κρίσιμες από την ΕΕ είναι αυτές που παρουσιάζουν αυξημένη πιθανότητα διατάραξης της εφοδιαστικής αλυσίδας σε περίπτωση διακοπής της ομαλής παροχής τους.
Από το σύνολο εκείνων που χαρακτηρίστηκαν κρίσιμες, ένα υποσύνολο θεωρείται στρατηγικής σημασίας, καθώς η ζήτησή τους αναμένεται να αυξηθεί εκθετικά τα επόμενα χρόνια λόγω των απαιτήσεων χρήσης τους στην παραγωγική διαδικασία, ενώ ταυτόχρονα ο κίνδυνος ανεπαρκούς εφοδιασμού θεωρείται αυξημένος. Μεταξύ των στρατηγικών πρώτων υλών συγκαταλέγονται οι σπάνιες γαίες.
Το μέγεθος της αγοράς των κρίσιμων ορυκτών πρώτων υλών που είναι απαραίτητες για την ενεργειακή μετάβαση εκτιμάται σε 320 δισεκ. ευρώ.
Μέχρι το 2040 η ζήτηση για λίθιο αναμένεται να αυξηθεί κατά 42%, για κοβάλτιο κατά 21%, για νικέλιο κατά 19%, για γραφίτη κατά 25% και για σπάνιες γαίες κατά 7%.
Πηγή: energypress.gr