Συνέντευξη του Δρ. Π. Τζεφέρη για το βιβλίο του με τίτλο «Λίθος Μάρμαρος, Ταινάριος»

Eltrak - Cat banner ad

Παρουσιάζουμε σήμερα αποκλειστική συνέντευξη με τον συγγραφέα του βιβλίου «Λίθος Μάρμαρος, Ταινάριος», κ. Πέτρο Τζεφέρη, Γενικό  Διευθυντή του Υπ. Περιβάλλοντος & Ενέργειας. Το βιβλίο που εκδόθηκε σχετικά πρόσφατα (2021) αποτελεί ήδη σημείο αναφοράς για το Ελληνικό Μάρμαρο και ειδικότερα το Μάρμαρο της Μάνης. Περιλαμβάνει επίσης μια αδρή περιγραφή των μαρμάρων και των φυσικών λίθων του αρχαίου και σύγχρονου κόσμου, με έμφαση στον Ελλαδικό χώρο και την Ανατολική Μεσόγειο.

Αν είσαι από τη Μάνη, δεν μπορεί παρά να αγαπάς την πέτρα! Οι Μανιάτες έμαθαν να ζουν με την πέτρα και σε ορισμένες περιπτώσεις από την πέτρα. Ήταν άλλωστε ο μόνος σε αφθονία πόρος που διέθεταν. Οι μανιάτες γητευτές της πέτρας, πετρολόγοι και πετροφάγοι, ταυτίστηκαν με τα καλά της και με τα δεινά της …

Το βιβλίο σας ασχολείται με τα Μάρμαρα της Μάνης τα οποία και χρησιμοποιείτε ως αφορμή για να αναπτύξετε και άλλα επιστημονικά θέματα όπως η αναγνώριση και η ταυτοποίηση της προέλευσης του μαρμάρου. Είναι αλήθεια τα μάρμαρα της Μάνης σημαντικά για να ασχοληθεί κανείς μαζί τους;

Stonetech banner ad
Stonetech banner ad

Καταρχήν θέλω να πω κάτι επί προσωπικού. Το βιβλίο αυτό ήταν χρέος μου απέναντι στον τόπο καταγωγής μου, έναν τόπο ιδιαίτερο όπου λέξεις όπως καθήκον, τιμή και χρέος έχουν μια διαφορετική διάσταση στο αξιακό κεφάλαιο της  κοινωνίας μας.  Εμπνευστής και οδηγός, η ανάμνηση του πατέρα μου Γεωργίου, τον οποίο  και ευχαριστώ για τις αξίες που μου ενέπνευσε να υπηρετώ δια βίου.

Το βιβλίο αυτό ήταν χρέος μου προς στον τόπο καταγωγής μου, τη Μάνη, έναν τόπο ιδιαίτερο όπου λέξεις όπως καθήκον, τιμή και χρέος έχουν μια διαφορετική διάσταση στο αξιακό κεφάλαιο της ιδιότυπης κοινωνίας μας. Στην εικόνα Πυργόσπιτο Π. Τζεφέρη του 1888, Φουτίνια-Τζεφεριάνικα, Δρυμός Προσηλιακής Μάνης, ΠΕ Λακωνίας.

Στην ερώτησή σας τώρα, η  απάντηση νομίζω είναι NΑΙ είναι σημαντικά τα συγκεκριμένα μάρμαρα και από ιστορικής απόψεως και από γεωλογικής/κοιτασματολογικής απόψεως αλλά κι από απόψεως ιδιοτήτων και ενδιαφέροντος ως προς την αξιοποίησή τους κατά τη σημερινή περίοδο και το μέλλον. 

Πράγματι, τα μάρμαρα αυτά αναφέρονται από τον Στράβωνα και τον Πλίνιο (τον Πρεσβύτερο) αλλά και τον Παυσανία,  οι οποίοι έζησαν την περίοδο του 1ου αι. π.X και 1-2ου αι. μ.Χ. αλλά και από άλλους κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο  (Κοινόν των Λακεδαιμονίων και μετέπειτα Ελευθερολακώνων) κατά τις οποίες η χρήση τους ήταν εκτεταμένη κυρίως με διάφορες ονομασίες όπως Μάρμαρα Ταινάρου ή ως Nero Antico, Rosso Antico, Marmor Taenarium, Lapis Taenarius κ.α. Παρόλα αυτά, σήμερα επί της ουσίας ουδείς ασχολείται με αυτά τα ιστορικά μάρμαρα, τα οποία τείνουν  προς την λήθη και την απαξίωση. Παράλληλα, η μη ύπαρξη ενός πλήρους καταλόγου καταγεγραμμένων αρχαίων λατομείων και θέσεων εξόρυξης στην περιοχή, ειδικότερα για το μαύρο μάρμαρο (Nero Antico),  έχει δημιουργήσει μια εικόνα αμφισβήτησης ως προς την ιστορική χρήση των μαρμάρων αυτών σε διάφορα τεχνουργήματα (artifacts).  Εικόνα για την οποία γινόμαστε κοινωνοί και αποδέκτες στα διάφορα συνέδρια της ASMOSIA (Association for the Study of Marble & Other Stones In Antiquity) όπου συμμετέχει η επιστημονική κοινότητα.

Ήτανε τυχεροί οι Μανιάτες με την πέτρα τους. Από την αρχαιότητα, μέσα στη γη ανακάλυψαν μαύρο, κόκκινο και λευκό μάρμαρο καθώς και γκριζόλευκο ασβεστόλιθο για να υψώσουν τους πύργους των γενών τους, μαλακό πωρόλιθο και ψαμμίτη για να διακοσμήσουν οικίες, εκκλησίες και ταφικά μνημεία με λιθανάγλυφα και πέτρα πανταχού παρούσα στην ύπαιθρο για να χτίσουν ξερολιθιές και να διαμορφώσουν τα χωράφια τους στις απότομες πλαγιές. [από το βιβλίο Λίθος Μάρμαρος, Ταινάριος, Π. Τζεφέρη]
Παρ’ όλες τις διεξαχθείσες και διεξαγόμενες ορυκτολογικές, πετρογραφικές, γεωχημικές και λοιπές έρευνες, κυρίως από ξένους επιστήμονες, το ζήτημα της προέλευσης των γλυπτών από  τα μάρμαρα της χερσονήσου της Μάνης, παραμένει ανοικτό για αρχαιολόγους, ιστορικούς, γεωλόγους και λοιπούς επιστήμονες. Η επιστημονική ταυτοποίηση για τα μάρμαρα της Μάνης είναι απαραίτητη, διότι ίσως είναι τα μόνα που ενώ αναφέρονται ρητά σε ιστορικά κείμενα ως πηγή σημαντικών έργων τέχνης, και μάλιστα με τέτοια ένταση αλλά και γοητεία, μολαταύτα δεν έχουν μέχρι σήμερα «ταυτοποιηθεί» επιστημονικά παρά για ελάχιστα επί της ουσίας έργα είτε ελληνικά είτε ρωμαϊκά. Θα έπρεπε λοιπόν, να γίνει μια σοβαρή και το δυνατόν εκτεταμένη προσπάθεια λήψης δειγμάτων από όλες τις θέσεις εξόρυξης, κυρίως τα αρχαία λατομεία, ώστε να δημιουργηθεί ευρεία βάση δεδομένων που θα επιτρέψει στους επιστήμονες να συσχετίσουν τα μάρμαρα αυτά με τα αντίστοιχα μνημεία στα οποία τυχόν έχουν φιλοξενηθεί.

Πρόσοψη του θησαυρού του Ατρέως στις Μυκήνες και τα δύο θραύσματα A53 (με κυματοσπείρες) και Α55 (με ημιρόδακες) από rosso antico που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Αποκτήθηκαν από αυτό το 1816 και το 1900 αντιστοίχως, ενώ σχεδόν πανομοιότυπα με τα θραύσματα αυτά και με την ίδια προέλευση εκτίθενται στο ΕΑΜ (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο). Για τον γλυπτό διάκοσμο της μνημειώδους πρόσοψης χρησιμοποιήθηκε ποικιλία υλικών, μεταξύ των οποίων και το rosso antico Μάνης. Αυτό αποδεικνύεται με ισοτοπική ανάλυση δειγμάτων και κατάλληλη επεξεργασία των αποτελεσμάτων [από το βιβλίο Λίθος Μάρμαρος, Ταινάριος, Π. Τζεφέρη]
Από γεωλογικής απόψεως θα έλεγα ότι είναι  εξίσου σημαντικά αφού χαρακτηρίζουν την εμβληματική  γεωλογική σειρά «Plattenkalk» («πλακωδών ασβεστολίθων»)  που  με τη σειρά της χαρακτηρίζει την συγκεκριμένη βαθύτερη τεκτονο-στρωματογραφική ενότητα των εξωτερικών ελληνίδων της Μάνης-Κρήτης. Τέλος, από άποψης αξιοποίησης θα έλεγα ότι υπάρχουν πλείστες δυνατότητες που να δίνουν ελπίδες για νέα δραστηριότητα, παρότι ταυτόχρονα έχουν σιγήσει τις τελευταίες δεκαετίες όλα τα εναπομείναντα λατομεία της περιοχής.   Πράγματι, στην ευρύτερη περιοχή του Ταϋγέτου-Μάνης, τόσο Λακωνικής όσο και Μεσσηνιακής, δεν υφίσταται σήμερα κανένα λειτουργούν αδειοδοτημένο λατομείο μαρμάρων ή διακοσμητικών λίθων (πλην του πωρόλιθου Προαστείου). Και δυστυχώς δεν έχουν καταγραφτεί συστηματικά -παρά μόνο αποσπασματικά- και οι θέσεις εξόρυξης αρχαίες ή και νεώτερες.

Θα συμφωνήσω μαζί σας ότι το σύγγραμμα  δεν αποτελεί μια απλή γεωλογική-πετρογραφική μελέτη αλλά είναι πράγματι ευρύτερο και  φιλοδοξεί, με αφορμή τα μάρμαρα της Μάνης,  να ανοίξει θέματα σε ότι αφορά τη διάγνωση και τη σημασία της προέλευσης των μαρμάρων σε έργα τέχνης («provenance determination»), την  προστασία κι ανάδειξη των εξορυκτικών χώρων προέλευσης αλλά και την ένταξή τους σε ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο για τον τόπο μας, στο οποίο κυρίαρχο ρόλο θα έχουν οι αξίες που σμιλεύτηκαν δίπλα από τις πέτρες της αρχαίας Ελλάδας και ειδικότερα της Μάνης: η αξία της πολιτιστικής μας ταυτότητας, η αυτοσυνειδησία, η βαθύτερη φιλοσοφία της υπερηφάνειας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Από το πρώτο ξεφύλλισμα διακρίνουμε την πολύ καλή φωτογραφία και την σχετικά πολυτελή έκδοση, μολαταύτα το βιβλίο σας δεν αποτελεί ένα απλό λεύκωμα αλλά παρουσιάζει πρωτότυπη έρευνα σε έναν κατεξοχήν νέο διεπιστημονικό χώρο: την Γεω-αρχαιολογία και την Αρχαιομετρία ειδικά για το μάρμαρο και τον λίθο!   Πόσο δύσκολο ήταν αλήθεια να ολοκληρωθεί ένα τέτοιο πόνημα κύριε Τζεφέρη;

Ξεκινώ από το τελευταίο. Αν σκεφτεί κανείς ότι μόνο το  σύνολο της ερευνητέας έκτασης υπερβαίνει τα 400 τ.χλμ. αντιλαμβάνεται πόσο δύσκολο είναι να κάνεις πρωτογενή έρευνα στο χώρο αυτό. H έκταση αυτή, σε μεγάλο βαθμό μαρμαροφόρα,  εκκινεί από τον αυχένα του όρους Σαγγιά και καταλήγει προς ΝΔ στο Ακρωτήριο Ταίναρο (Λακωνική Μάνη) ενώ καταλαμβάνει και το ΝΑ τμήμα του Ν. Μεσσηνίας (Μεσσηνιακή Μάνη).  Αν δε προσθέσουμε και το δύσβατο και απόκρημνο της περιοχής, χωρίς δρόμους και ενίοτε χωρίς καλντερίμια ή μονοπάτια πρόσβασης, αντιλαμβάνεται κανείς τις δυσκολίες για την ολοκλήρωση του έργου.

Όμως πιστέψτε με, η δυσκολία δεν ήταν ποτέ -για μένα τουλάχιστον- η τραχιά και δύσβατη πατρίδα μας. Όταν είσαι Μανιάτης αυτό το θεωρείς δεδομένο, αν όχι γοητευτικό.  Το πρόβλημα ήταν αλλού. Ηταν η διαχρονικά επερχόμενη λήθη και η απαξίωση της πολιτιστικής κληρονομιάς της Μάνης. Το γεγονός ότι τα μάρμαρά της, τα μνημεία της ενάντια στη λήθη, τη λησμονιά και τον θάνατο, τα μνημεία που ταυτοποιούν τη Μάνη ως γενέθλιο τόπο της λίθινης Ελληνικής Ψυχής, βρίσκονται σε πλήρη απαξίωση. Και γενικότερα η αρχαιο-μεταλλευτική μας κληρονομικά, δηλαδή ένα σημαντικότατο κομμάτι του τεχνικού μας πολιτισμού,  βρίσκεται απαξιωμένη και εν κινδύνω.

Στην περιοχή του Ταινάρου διακρίνουμε επιμέρους περιοχές όπως η περιοχή αυτή του τεφρού μαρμάρου πού είναι η φημολογούμενη περιοχή της εξόρυξης του περίφημου Nero Antico, η οποία περιοχη είναι πολύ δύσκολο να προσπελαστεί τόσο από θαλάσσης λόγω των καιρών που πνέουν στην περιοχή όλο το χρόνο αλλά και λόγω του απόκρημνου της περιοχής. Εδώ καταγράφονται δύο λατομεία φαιού-τεφρού μαρμάρου και ένα λευκού, λατομεία που τεκμηριώνονται λεπτομερώς και με ακριβείς συντεταγμένες για πρώτη φορά. [από το βιβλίο Λίθος Μάρμαρος, Ταινάριος, Π. Τζεφέρη]
O στόχος ήταν λοιπόν διττός, τόσο αρχαιογνωστικός  όσο και αναπτυξιακός. Στο πλαίσιο αυτό  καταγράψαμε, μετά από συστηματική επιτόπια υπαίθρια έρευνα, τις αρχαίες και νεότερες θέσεις εξόρυξης και εμφάνισης του μαρμάρου στην ευρύτερη περιοχή της χερσονήσου Μάνης, Λακωνικής και Μεσσηνιακής. Διαμορφώθηκε λεπτομερής πίνακας και χάρτης των θέσεων αυτών και έγινε ορυκτολογική, πετρογραφική και ισοτοπική αναγνώριση αντιπροσωπευτικών δειγμάτων μαρμάρων, ώστε να δοθεί η  δυνατότητα της αναγνώρισης της γεωχημικής ταυτότητας του μαρμάρου Μάνης. Η καταγραφή αυτή των χώρων εξόρυξης, με τα επιμέρους τεχνικά και γεωλογικά τους χαρακτηριστικά, από τη  μια  επέτρεψε να συμπληρωθούν σε μεγάλο βαθμό κενά στην ιστορική τους  διαδρομή και να αρθούν αμφισβητήσεις, ενώ από την άλλη έδωσε νέες προοπτικές για αξιοποίηση.  

Επίσης, με την ισοτοπική αναγνώριση των δειγμάτων αυτών και τη διαμόρφωση διαγράμματος ισοτόπων,  δόθηκε η δυνατότητα  να έχουμε συστηματικά δεδομένα, χρήσιμα για αρχαιομετρικές εφαρμογές και προσδιορισμό της προέλευσης αρχιτεκτονικών μελών, γλυπτών και τεχνουργημάτων του μαρμάρου Μάνης, κάτι που γενικότερα θα συμβάλει στην μελλοντική έρευνα περί προέλευσης αταύτιστων υλικών («Provenance determination»).

Πρόκειται για σχετικά νέο επιστημονικό τομέα χωρίς ιδιαίτερη προϊστορία στον τόπο μας. Ευτύχησα να συνεργαστώ με τον κ. Βασίλη Μέλφο καθηγητή του ΑΠΘ για όλα τα παραπάνω καθώς επίσης και με καθηγητές του τμήματος Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του ΕΚΠΑ. Επίσης τους καθηγητές  P. Warren, L. Lazzarini, την C. Gardner, τον συνάδελφο Ε. Χιώτη, τον αείμνηστο γεωλόγο Κ. Ρήγα αλλά  και πολλούς αρχαιολόγους που έδωσαν πολύτιμες πληροφορίες και άδεια χρήσης υλικού.

Έχετε καταγράψει τα αρχαία λατομεία της περιοχής Μάνης-Λακωνίας. Πως βλέπετε το γενικότερο ζήτημα της αναγνώρισης αλλά και της ανάδειξης των αρχαίων λατομείων πανελλαδικά; 

Η ανίχνευση και η πιστοποίηση των αρχαίων λατομείων και τεχνικών εξόρυξης δεν είναι εύκολη υπόθεση. Κι αυτό διότι είναι σύνηθες ένας χώρος εξόρυξης να  ξεκινά  τη λειτουργία του κάποια εποχή και στη συνέχεια να επαναλειτουργεί μετά από περίοδο ή περιόδους σιγής, κάτι που σβήνει κατά κανόνα τα προηγούμενη ίχνη και αφήνει νέα που σημοτοδοτούν την πλέον πρόσφατη τεχνική εξόρυξης που εφαρμόστηκε.

Η καταγραφή και επιστημονική μελέτη των αρχαίων λατομείων πέραν της καθεαυτής σημασίας της για αρχαιογνωστικούς σκοπούς επιλύει  σοβαρά προβλήματα προέλευσης των δομικών λίθων, η γνώση των οποίων είναι απαραίτητη για να ερμηνεύσουμε την εξέλιξη της Ιστορίας αλλά και να βελτιώσουμε την τεχνογνωσία μας  στις τεχνολογίες που χρησιμοποιούνταν για την εξόρυξη, την μεταφορά και την κατεργασία των λίθων.

To ζήτημα διατήρησης και ανάδειξης των αρχαίων λατομείων, ως μνημείων αρχαιολογικής και γεω-πολιτιστικής κληρονομιάς, παραμένει ανοικτό. Στη φωτ. θέσεις και ημίεργα αρχαίων λατομείων της Μάνης [από το βιβλίο Λίθος Μάρμαρος, Ταινάριος, Π. Τζεφέρη]
Εντούτοις, τo ζήτημα διατήρησης και ανάδειξης των αρχαίων λατομείων, ως μνημείων αρχαιολογικής και γεω-πολιτιστικής κληρονομιάς, παραμένει ανοικτό. Δυστυχώς, τα περισσότερα από αυτά παραμένουν σε κατάσταση ακραίας εγκατάλειψης, παρότι θα έπρεπε να έχουν προσδιοριστεί αρμοδίως με διοικητικές πράξεις και να προστατεύονται από την σχετική οικεία νομοθεσία. Άλλα κινδυνεύουν να καταστραφούν από τη νεότερη δραστηριότητα ανορθολογικής λατόμευσης και οδοποιίας, ενώ πολλά από αυτά χρησιμοποιούνται ως χώροι απόθεσης βιομηχανικών ή οικιακών αποβλήτων!

H άποψή μου είναι ότι, μόνη η θεσμοθέτηση της προστασίας των αρχαίων λατομείων, de facto ή με διοικητικές πράξεις, δεν είναι αρκετή. Τα αρχαία λατομεία, μνημεία της φύσης και του ανθρώπου, από τα οποία προήλθαν τα υλικά δομής των μνημείων και άλλων αριστουργημάτων τέχνης, είναι αναμφισβήτητα ένα μεγάλο εθνικό κεφάλαιο γεωλογικής, αρχαιολογικής και ιστορικής αξίας. Τα αρχαία λατομεία διαθέτουν ένα σύνθετο και σπάνιο συνδυασμό τεχνολογίας, τέχνης, γεω-ποικιλότητας και οικονομικής ιστορίας, γεγονός το οποίο τα εντάσσει αυτόματα στις προτεραιότητες της εθνικής πολιτικής για την προστασία της Γεωλογικής και Βιομηχανικής Kληρονομιάς (Geo Industrial Heritage). Οφείλουμε λοιπόν να τα καταγράψουμε, να τα αναδείξουμε και να αξιοποιήσουμε περαιτέρω τους χώρους αυτούς. Η Πολιτεία οφείλει με την συνδρομή της ακαδημαϊκής κοινότητας να διαμορφώσει το θεσμικό πλαίσιο για την προστασία, την φύλαξη και ανάδειξη των χώρων αυτών και ει δυνατόν την εναλλακτική αξιοποίησή τους με σκοπό την προώθηση του πολιτισμού και του τουρισμού.

Η αξιοποίηση αυτή θα πρέπει να γίνεται με σεβασμό στη διατήρηση της αυθεντικότητας, η οποία δεν θα πρέπει να συνθλίβεται προς όφελος της μαζικής κατανάλωσης. Δυστυχώς, για τα αρχαία λατομεία στον τόπο μας δεν υφίστανται εν δυνάμει πρότυπα ανάδειξης, που ειδικότερα να συνδυάζουν τα ανωτέρω και επιπλέον να παρέχουν μια βιωματική προσέγγιση στο πολιτιστικό αγαθό. Εν προκειμένω, έχω δώσει ένα παράδειγμα βιώσιμης αξιοποίησης (για τον χώρο εξόρυξης του κροκεάτη λίθου, υπαίθριο μουσείο Opus Sectile) στις σελ. 360-361 του βιβλίου.

Ποια είναι η αναπτυξιακή πρόταση μέσα από το βιβλίο σας για το ιστορικό ελληνικό μάρμαρο; Υπάρχουν δυνατότητες να αξιοποιηθεί πχ. πάλι ο λυχνίτης λίθος, η Χασάμπαλη, το Πεντελικό, το Rosso Antico και τόσα άλλα ιστορικά μάρμαρα; 

Ζούμε σε έναν τόπο με μεγάλη ιστορική και μνημειακή πυκνότητα. Ο αρχαίος ελληνικός κόσμος αξιοποίησε το μάρμαρο, ένα δώρο της φύσης σε αυτόν τον τόπο και τον άνθρωπο που τον κατοικεί. Με βάση το υλικό αυτό δημιούργησε μια ασύλληπτη τέχνη και ένα πολιτισμό που είχε εξαιρετικά σημαντική επίδραση στη Δύση. Είναι κρίμα σήμερα να μην μπορούν να αξιοποιηθούν δημιουργικά τα ιστορικά μας μάρμαρα. Και εννοώ να μην τα βλέπουμε και να τα θαυμάζουμε μόνο αλλά να συνεχίσουμε να δημιουργούμε με αυτά. 

Αν σήμερα ζούσε ο Σκόπας ή ο Πραξιτέλης, o Michelangelo ή ο Ροντέν και αποζητούσαν να δουλέψουν τον «λυχνίτη» ή το γνήσιο Πεντελικό ή το rosso/nero antico της αρχαιότητας, δυστυχώς δεν θα υπήρχε η δυνατότητα αυτή. Ακριβώς επειδή δεν έχουμε υιοθετήσει μια τέτοια επιλεκτική και μικρής κλίμακος διαδικασία ασφαλούς παραγωγής με κυρίαρχο σκοπό την προαγωγή της Τέχνης.

Τί θα μπορούσε να γίνει; Συγκεκριμένα, θα μπορούσε με την πρωτοβουλία της πολιτείας να διεξαχθεί ένα δεκαετές πρόγραμμα εκλεκτικής παραγωγής ορισμένων σημαντικών λίθων προς την κατεύθυνση της χρήσης τους σε μνημεία και έργα τέχνης, αρχιτεκτονικής και γλυπτικής, ειδικότερα της μεγάλης γλυπτικής και της αγαλματοποιίας. Μάλιστα, η πρότασή μας θα ήταν να ενταχθούν γενικά ιστορικά μάρμαρα που έχει σιγήσει η εξόρυξή τους και έχουν ανυπολόγιστη ιστορική αλλά και σημαντική εμπορική αξία και που δεν έχουν ανταγωνιστικούς τύπους στην παγκόσμια αγορά. Απολύτως ενδεικτικά: το Πεντελικό, ο λυχνίτης της Πάρου, ο πράσινος οφιτασβεστίτης Γεντικίου-Χασάμπαλης, το πράσινο σιπολλινικό μάρμαρο της Νότιας Εύβοιας (Καρυστία λίθος, marmor Carystium), το πολύχρωμο Σκύρου (Σκυρία Λίθος), το λευκό της Ζάστενης Μαγνησίας, το μαύρο της Χίου (nero antico Chiota) και της Αρκαδίας (Βυτίνας-Αγ. Πέτρου), το λατυποπαγές των Μυκηνών και ενδεχομένως ορισμένα ακόμη (π.χ. ο όνυχας της Κρήτης, ο τραβερτίνης της Αριδαίας Πέλλας κ.ά.).

Ο Michelangelo πριν 500 χρόνια είχε πει: «Κάθε κομμάτι από μάρμαρο κρύβει μέσα του ένα έργο τέχνης και είναι δουλειά του δημιουργού να το ανακαλύψει..». Ειλικρινά, δεν μπορώ να εικάσω πως θα ήταν τα έργα του Πραξιτέλη, του Ικτίνου ή του Michelangelo αν μπορούσαν να χρησιμοποιούν στη γλυπτική τους προηγμένες ρομποτικές υπηρεσίες και να αποτελειώνουν ίσως οι ίδιοι τα έργα τους κάνοντας μόνο ένα τελικό φινίρισμα! Όμως οι μηχανές CNC και CAD/CAM είναι ήδη εδώ, η περίφημη Νίκη της Σαμοθράκης (πρωτότυπο από Παριανό μάρμαρο στο Μουσείο Λούβρου, Παρίσι) έχει ήδη σκαλιστεί ρομποτικά σε μάρμαρο Θάσου δύο φορές, στις εγκαταστάσεις της FHL Κυριακίδης Group που διαθέτει τέτοια μηχανήματα και το μέλλον της γλυπτικής αλλάζει ριζικά. [από το βιβλίο Λίθος Μάρμαρος, Ταινάριος, Π. Τζεφέρη]
H εκ νέου παραγωγή των μαρμάρων αυτών, σε μικρές ελεγχόμενες ποσότητες, μπορεί να συμβάλει τα μέγιστα στην προώθηση μιας ήπιας εναλλακτικής μορφής ανάδειξης των φυσικών λίθων, ενταγμένης στο πλαίσιο των αρχών της βιωσιμότητας και όχι της πλήρους εμπορικότητας και της απώλειας του μέτρου.

Το βιβλίο έχει εκδοθεί σε περιορισμένα αντίτυπα και η προμήθειά του γίνεται μέσω
επικοινωνίας με τον εκδοτικό οίκο: [email protected]