«Τα Μεταλλεία της Κύπρου»: Ένα σημαντικό βιβλίο για τη Μεταλλευτική Ιστορία του νησιού

Eltrak - Cat banner ad

Του Νικόλαου Σκαρπέλη, Ομότιμου Καθηγητή Κοιτασματολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών

Μία σημαντική έκδοση προστέθηκε στην πολύ μικρή συλλογή βιβλίων που αναφέρονται στη Μεταλλευτική Ιστορία της Κύπρου. Πρόκειται για το βιβλίο «Τα Μεταλλεία της Κύπρου» του Δρ. Γ. Μαλιώτη, ο οποίος με σπουδές Γεωλογίας στο Πανεπιστήμιο του Sheffield στην ειδίκευση Mining Geology and Mineral Exploration και Ph.D. στη Γεωφυσική από το Πανεπιστήμιο του Leicester, εργάσθηκε ως γεωλόγος σε μεταλλεία της Κύπρου μέχρι την αφυπηρέτησή του το 2012 από τη θέση του Γενικού Διευθυντή της Ελληνικής Μεταλλευτικής Εταιρείας (ΕΜΕ), κορυφαίας μεταλλευτικής εταιρείας της Κύπρου. Η επαγγελματική του σταδιοδρομία αριθμεί σαράντα και πλέον χρόνια και αναλώθηκε στη Μεταλλευτική Βιομηχανία.

Stonetech banner ad
Stonetech banner ad

Όπως αναφέρει ο συγγραφέας στο προλογικό του σημείωμα, πρόθεση και φιλοδοξία με τις περιγραφές των μεταλλείων αποτελεί η παρουσίαση και διάσωση μιας πλατιάς και σχετικά λεπτομερούς εικόνας της σύγχρονης Μεταλλευτικής Βιομηχανίας της Κύπρου. O στόχος αυτός επιτυγχάνεται απολύτως με την έκδοση αυτή.

Περιλαμβάνει καταγραφή έρευνας και εξόρυξης για μεταλλεία χαλκούχων πυριτών (Cu-pyrite ores), χρυσού και αργύρου, χρωμίτη, αμιάντου και μαγνησίτη (λευκόλιθου). Το βιβλίο κλείνει με μία αναφορά στις επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον από την – επί δεκαετίες – λειτουργία των μονάδων εξόρυξης και εμπλουτισμού μεταλλευμάτων.

Η σύγχρονη μεταλλευτική δραστηριότητα της Κύπρου αρχίζει μετά την προσάρτηση της Κύπρου από τη Μεγάλη Βρετανία το 1878. Το 1886 άρχισαν οι πρώτες έρευνες και ακολούθησε η εκμετάλλευση χαλκού και σιδηροπυρίτη (Cu-pyrite ore) και το 1904 η συστηματική εξόρυξη αμιάντου. Το 1931 και αργότερα το 1944 μέχρι το 1953 έγινε περιορισμένη εκμετάλλευση λευκολίθου. Το 1929 άρχισε η εκμετάλλευση χρωμίτη που διήρκεσε μέχρι το 1984 ενώ από το 1934 μέχρι το 1946 έγινε εκμετάλλευση μικρών κοιτασμάτων χρυσού και αργύρου.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 η κατανάλωση πυρίτη για παραγωγή θειϊκού οξέος στην παγκόσμια βιομηχανία είχε αρχίσει να επηρεάζεται σοβαρά λόγω άλλων φθηνότερων πηγών θείου.

Αυτή η εξέλιξη είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση των εξαγωγών χαλκούχων πυριτών και τον πλήρη τερματισμό το 1988 της συγκεκριμένης βιομηχανικής δραστηριότητας. Την ίδια εποχή τερμάτισε τη λειτουργία του το μεταλλείο αμιάντου.

Μικρή αναζωογόνηση υπήρξε από το 1996 μέχρι το 2019 με την ανάκτηση μεταλλικού χαλκού από την Hellenic Copper Mines (ΗCM) κυρίως στο μεταλλείο της Σκουριώτισας με την εφαρμογή της τεχνολογίας Leaching, Solvent Extraction–Electrowinning.

Η λεπτομερής ιστορία και η εξέλιξη των μεταλλευτικών έργων που παρουσιάζεται στο βιβλίο στηρίχθηκε κυρίως σε τεχνικές πληροφορίες που περιλαμβάνονται στα κείμενα των Ετήσιων Εκθέσεων της Κρατικής Υπηρεσίας Μεταλλείων από το έτος 1925 μέχρι την Ανεξαρτησία της Κύπρου το 1960 και σε μικρότερο βαθμό στις μεταγενέστερες Εκθέσεις της μέχρι το 2018.

Για τον ίδιο σκοπό χρησιμοποιήθηκε επίσης μεγάλος αριθμός Εσωτερικών Εκθέσεων, Σημειωμάτων και Χαρτών των μεταλλευτικών έργων σε διάφορες εποχές από το Τεχνικό Αρχείο της Ελληνικής Μεταλλευτικής Εταιρείας (ΕΜΕ), που περιελάμβανε και στοιχεία των άλλων Μεταλλευτικών Εταιρειών: Cyprus Sulphur and Copper Company Ltd., Cyprus Mines Corporation, Ανώνυμος Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων, Cyprus Chrome Mines Ltd. και Kampia Mines Ltd. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίσθηκε η εγκυρότητα των δεδομένων που παρατίθενται στο βιβλίο.

Το βιβλίο είναι γραμμένο στην ελληνική γλώσσα, αλλά μετά από κάθε κεφάλαιο περιλαμβάνει περιληπτικό κείμενο στην αγγλική, στο οποίο αναφέρονται τα βασικότερα σημεία του υπό αναφορά κεφαλαίου, ενώ όλοι οι Πίνακες τα σχέδια και οι Εικόνες συνοδεύονται από επεξηγήσεις και στην αγγλική. Γραμμένο με τρόπο πολύ ελκυστικό χάρις στη λιτή δομή και τη γλαφυρότητα της Κυπριακής διαλέκτου, είναι ευανάγνωστο για τον γεωεπιστήμονα και μηχανικό, αφού δεν έχει χαρακτήρα τεχνικής έκθεσης.

Το βιβλίο του Γ. Μαλιώτη είναι απαραίτητο σε όσους μελετούν κοιτάσματα αντίστοιχων τύπων με αυτά που συναντώνται στο οφιολιθικό σύμπλεγμα της Κύπρου, που αποτελεί το πρότυπο των οφιολιθικών συμπλεγμάτων ανά τον κόσμο, αφού παρατίθενται χάρτες μεταλλείων, τομές κοιτασμάτων, στοιχεία για τα περιβάλλοντα πετρώματα, την ορυκτολογία και το χημισμό του μεταλλεύματος και για το αποθεματικό δυναμικό τους. Δίδονται συνοπτικά τα κοιτασματολογικά χαρακτηριστικά τους και σύντομη περιγραφή των γνωστών μοντέλων γένεσής τους.

Η αναφορά στα γεωλογικά στοιχεία των κοιτασμάτων και της ευρύτερης γεωλογίας της Κύπρου είναι σύντομη και βασισμένη σε σύγχρονη βιβλιογραφία και σε δεδομένα του συγγραφέα. Είναι σημαντικό ότι για κάθε ένα μεταλλείο περιγράφεται περιληπτικά η γεωλογία της περιοχής στην οποία βρίσκεται, ο τρόπος εντοπισμού του κοιτάσματος, τα αποθέματά του, η μέθοδος και τα βασικά έργα για την εκμετάλλευσή του (βλ. το σχέδιο δομής του μεταλλείου Μαυροβουνίου και την προβολή σε κατακόρυφο επίπεδο). Επίσης περιγράφεται ο εμπλουτισμός του μεταλλεύματος και τα τελικά προϊόντα που παρήχθησαν και εξήχθησαν.

Με αυτόν τον τρόπο το βιβλίο αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών για όσους ασχολούνται με την έρευνα εντοπισμού μεταλλευμάτων, τη μεθοδολογία εκμετάλλευσης και εμπλουτισμού – επεξεργασίας τους καθώς και την εξέλιξη των τεχνικών επεξεργασίας και ανάκτησης μετάλλων. Είναι αξιοσημείωτο ότι τα στοιχεία των τεχνικών μεταλλευτικών έργων που παρουσιάζονται με μορφή σύνθετων χαρτών και σχεδίων, αποτελούν προϊόν ψηφιοποίησης παλαιών χαρτών και σχεδίων, που είχαν παραχθεί σε διάφορες περιόδους και σε διάφορες κλίμακες.

Επιπλέον είναι πολύτιμη πηγή πληροφοριών για όσους μελετούν τη συμβολή της μεταλλευτικής βιομηχανίας στις τοπικές οικονομίες σε βάθος χρόνου και την κοινωνική προσφορά της. Από τα δεδομένα που παρατίθενται αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης τη σημασία που είχε η εκμετάλλευση ορυκτών υλών στην οικονομική ανάπτυξη της Κύπρου, τη μόνιμη εργοδότηση με σταθερό εισόδημα κατοίκων της υπαίθρου και τον περιορισμό της αστυφιλίας σε εποχές όπου η πρωτογενής παραγωγή ήταν αγροτική, μέχρι τη δημιουργία μεταποιητικής και τουριστικής βιομηχανίας μετά την Ανεξαρτησία της Κύπρου το 1960.

Από τη μελέτη των δεδομένων παραγωγής ανά ορυκτή ύλη προκύπτουν συμπεράσματα για τη συμβολή της μεταλλευτικής βιομηχανίας στην οικονομία της Κύπρου στο χρονικό διάστημα από το 1886 έως το 2019 (συμβολή που κυμάνθηκε από 60 έως 35% στο σύνολο των εξαγωγών της χώρας την περίοδο 1949-1970) και τις διακυμάνσεις που υπήρξαν για διάφορους λόγους όπως π.χ. η σταδιακή μείωση παραγωγής του σιδηροπυρίτη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, το βαρύτατο πλήγμα από την τουρκική εισβολή το 1974 και την απαγόρευση χρήσης του αμιάντου.

Το βιβλίο είναι χρήσιμο και σε όσους μελετούν τα περιβαλλοντικά προβλήματα της ύπαρξης στην επιφάνεια, της εξόρυξης και της επεξεργασίας των διαφόρων μεταλλευμάτων, αφού μπορούν να αντλούν χρήσιμα στοιχεία για τον εμπλουτισμό των βάσεων δεδομένων για τη σύνθεση αξιόπιστων γεω-περιβαλλοντικών μοντέλων των κοιτασμάτων

Το βιβλίο εκδόθηκε και διατίθεται από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις του Πανεπιστημίου Κύπρου