Της κ. Λένας Κάρκα*
Κατά την εκπόνηση του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τις Ορυκτές Πρώτες Ύλες (ΕΧΠ ΟΠΥ) – από μελετητική ομάδα αποτελούμενη από τους ΘΕΩΡΗΜΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΕ – ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ, ΧΗΜΙΚΕΣ & ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ Ε.Π.Ε. – ΜΑΜΑΤΣΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ – ΜΟΥΤΣΙΑΚΗΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ – εξετάστηκαν διάφορες πολιτικές ευρωπαϊκού και εθνικού επιπέδου που αφορούν και επηρεάζουν την εξορυκτική βιομηχανία. Μεταξύ αυτών, ιδιαίτερη βαρύτητα είχε η αποδελτίωση των νέων Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων, τόσο για τυπικούς (συμβατική υποχρέωση), όσο και ουσιαστικούς λόγους, που είχαν στόχο την ανάδραση μεταξύ των δύο τύπων Πλαισίων. Βασικά εξετάστηκαν τα ΦΕΚ των ήδη εγκεκριμένων Πλαισίων καθώς και όλες οι τελικά κατατεθημένες μελέτες, με έμφαση σε εκείνες των Πλαισίων που δεν έχουν ακόμα θεσμοθετηθεί.
Τα ζητήματα στα οποία εστιάστηκε η εργασία αυτή αφορούσαν: α) καταρχήν στη γενικότερη στάση των Πλαισίων έναντι της εξορυκτικής δραστηριότητας, όπως αυτή προδιαγράφεται τόσο άμεσα, αναφορικά με την ίδια τη δραστηριότητα, όσο και έμμεσα, όπως διαφαίνεται μέσα από κατευθύνσεις, προτεραιότητες, όρους και περιορισμούς που αναφέρονται σε άλλα πεδία ενδιαφέροντος του εκάστοτε εξεταζόμενου Πλαισίου, αλλά και β) σε ειδικότερα κρίσιμα ζητήματα της εξορυκτικής βιομηχανίας, όπως οι κατευθύνσεις για τη χωροθέτηση της ίδιας και των αναγκαίων υποδομών της, την επίλυση των συγκρούσεων γης, την περιβαλλοντική επίδοσή της κ.α.
Το γεγονός ότι τα Περιφερειακά Πλαίσια, όφειλαν να λάβουν υπόψη τους την Εθνική Πολιτική για την Αξιοποίηση των ΟΠΥ (ΥΠΕΚΑ 2012), σύμφωνα με τις επίσημες κατευθύνσεις που δόθηκαν στους μελετητές από από το ΥΠΕΚΑ, προσέδωσε μια σχετική ομοιογένεια στις αρχικές προσεγγίσεις και επαναληψιμότητα κάποιων κατευθύνσεων για τη χωρική ανάπτυξη της δραστηριότητας, όπως αναφέρονται στη συνέχεια. Στην πρώτη φάση των μελετών η ανάλυση και καταγραφή της δραστηριότητας ήταν ενδελεχείς. Στη δεύτερη φάση, με βάση τις τελικές μελέτες που παραδόθηκαν στο υπουργείο και τα ΦΕΚ των ήδη εγκεκριμένων Περιφερειακών Πλαισίων, διαπιστώθηκε ότι οι προσεγγίσεις και προτάσεις για τη μελλοντική χωρική ανάπτυξη του κλάδου παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία (Χάρτης 1).
Το σύνολο των μελετητικών ομάδων διάκειται θετικά έναντι της δραστηριότητας και είναι κατ’ αρχήν υπέρ της προώθησης της βιώσιμης ανάπτυξης της εξορυκτικής βιομηχανίας. Πρακτικά, όλα τα Πλαίσια υιοθετούν ως γενική κατεύθυνση την εφαρμογή των χωροταξικών κατευθύνσεων της Εθνικής Πολιτικής για την αξιοποίηση των Ορυκτών Πρώτων Υλών (Φεβρουάριος 2012) και ειδικότερα τη διασφάλιση της δυνατότητας πρόσβασης στα κοιτάσματα ΟΠΥ (έρευνα και εκμετάλλευση) και την επίλυση του ανταγωνισμού των χρήσεων γης.
Γενικά, αναγνωρίζεται ότι η εξορυκτική βιομηχανία «έχει προοπτικές και δίνει δυνατότητες τόνωσης της περιφερειακής οικονομίας, νέων εξειδικεύσεων και παραγωγής πρώτων υλών για νέα προϊόντα της διεθνούς αγοράς». Για ήδη υπάρχουσες εξορυκτικές δραστηριότητες δεν υπάρχουν γενικά αντιρρήσεις – με κάποιες μεμονωμένες εξαιρέσεις – αλλά με τον όρο να πραγματοποιούνται κάτω από προϋποθέσεις, ορισμένες από τις οποίες παρατίθενται παρακάτω. Μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα σημειώνεται για νέες εκμεταλλεύσεις με κορυφαία την κατεύθυνση «οι δραστηριότητες που θέτουν συνολικότερα ζητήματα ως προς την αναπτυξιακή φυσιογνωμία περιοχών και δημιουργούν ζήτημα ευρύτερων περιβαλλοντικών επιπτώσεων να πρέπει να αποκλείονται».
Τα ζητήματα περιβαλλοντικής ένταξης των εξορυκτικών δραστηριοτήτων φαίνονται να αποτελούν τη μεγαλύτερη πρόκληση για την ευρύτερη αποδοχή τους. Ωστόσο, το ζήτημα αντιμετωπίζεται με μεγάλη ποικιλία προσεγγίσεων. Επίσης, υπάρχουν περιπτώσεις που τίθενται επιπλέον προϋποθέσεις αναπτυξιακού ή περιβαλλοντικού χαρακτήρα. Σε Περιφέρεια με μεγάλες αντιδράσεις για την εκμετάλλευση συγκεκριμένου μεταλλεύματος διεθνούς εμβέλειας προτεραιότητα δίνεται σε δραστηριότητες που έχουν μεγαλύτερη σημασία για το κατά περίπτωση τοπικό παραγωγικό σύστημα (Χάρτης 2).
Σε γειτονική Περιφέρεια με ανάλογα φαινόμενα γίνεται διάκριση μεταξύ σημαντικών ΟΠΥ για τις οποίες προβλέπονται συγκεκριμένες κατευθύνσεις και λοιπών ΟΠΥ όπου προτεραιότητα πρέπει να έχουν οι δραστηριότητες που έχουν μεγαλύτερη σημασία για το κατά περίπτωση τοπικό παραγωγικό σύστημα.
Στις προϋποθέσεις περιβαλλοντικού χαρακτήρα περιλαμβάνεται η ανάγκη θέσπισης ειδικών όρων τοπίου και περιβάλλοντος από εξορυκτικές δραστηριότητες, θέση που υιοθετείται από αρκετά Πλαίσια. Ωστόσο, το ερώτημα που τίθεται είναι σε ποιο επίπεδο πρέπει να θεσπιστούν οι όροι αυτοί, δηλαδή αν θα πρέπει να υπάρξει η αντίστοιχη πρόνοια σε εθνικό επίπεδο ή αν ο υποκείμενος (πολεοδομικός) σχεδιασμός θα πρέπει να αναλάβει αυτό το έργο. Να σημειωθεί ότι η πλειονότητα των Πλαισίων φαίνεται να τοποθετείται υπέρ της δεύτερης λύσης, κρίνοντας ότι τα Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια (ΓΠΣ) και Σχέδια Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτής Πόλης (ΣΧΟΟΑΠ), πλέον Τοπικά Χωρικά Σχέδια (ΤΧΣ) με βάση τον ν.4447/2016, πρέπει να θέτουν τους αντίστοιχους όρους και περιορισμούς στην εξορυκτική βιομηχανία.
Ενα ουσιαστικό ζήτημα που εντοπίστηκε στην πορεία της εξέτασης των Περιφερειακών Πλαισίων είναι ότι, γενικά, οι μελετητικές ομάδες δεν εμφανίζονται ιδιαίτερα εξοικειωμένες με την τομεακή νομοθεσία, γεγονός που συνεπάγεται διαφορετικών τύπων επιπτώσεις: Η βασικότερη επίπτωση είναι ότι δεν αξιοποιείται ως εισροή η τομεακή νομοθεσία, παρόλη τη σοβαρότητα που έχει για τη χωρική οργάνωση της δραστηριότητας και, κατ΄επέκταση, δεν λαμβάνονται επαρκώς υπόψη οι ανάγκες για τη χωρική της λειτουργία. Μια δεύτερη επίπτωση είναι η πρόταση προώθησης διαδικασιών που υφίστανται ήδη, χωρίς να προσδιορίζεται αν η αναφορά αυτή υποκρύπτει και πρόταση τροποποίησής τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τάσης αποτελεί η κατεύθυνση για «προώθηση της θεσμοθέτησης, από τα υποκείμενα επίπεδα σχεδιασμού, λατομικών περιοχών εξόρυξης αδρανών υλικών». Η κατεύθυνση αυτή δεν έχει πρακτική εφαρμογή, δεδομένου ότι ο καθορισμός λατομικών περιοχών πραγματοποιείται με ειδική διαδικασία που προβλέπεται στη λατομική νομοθεσία και δεν είναι σκόπιμο να αλλάξει.
Πρακτικά όλα τα Πλαίσια αποδίδουν έναν αναβαθμισμένο ρόλο στον υποκείμενο (πολεοδομικό) χωρικό σχεδιασμό για τη χωρική οργάνωση της εξορυκτικής δραστηριότητας. Η κατεύθυνση που είναι κοινή σε όλα σχεδόν είναι ότι «Από τον υποκείμενο σχεδιασμό θα πρέπει να θεσπιστούν συγκεκριμένοι χωρικοί περιορισμοί που θα εξειδικεύουν τις κατευθύνσεις της μεταλλευτικής πολιτικής». Επίσης ότι ο υποκείμενος (πολεοδομικός) χωρικός σχεδιασμός αποτελεί το κατ’ εξοχήν εργαλείο για την επίλυση των συγκρούσεων χρήσεων γης (Χάρτης 3). Το τελευταίο αποτελεί αναμφισβήτητη αλήθεια, αλλά δεν πρέπει να αγνοείται το γεγονός ότι μεταξύ της μεταλλευτικής πολιτικής και των σχεδίων χρήσεων γης μεσολαβεί ένα μεγάλο κενό κατευθύνσεων σχεδιασμού της εξορυκτικής βιομηχανίας που θα πρέπει να γεφυρωθεί και μάλιστα μέσω ενός ειδικού σχεδίου.
Η πλειονότητα των Περιφερειακών Πλαισίων φαίνεται να θεωρεί ότι η διαδικασία περιβαλλοντικής αδειοδότησης μπορεί να εξασφαλίσει ικανοποιητικά τους όρους και προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση εξορυκτικών εργασιών. Η θέση αυτή υποδηλώνει μάλλον την αμηχανία των μελετητικών ομάδων έναντι των ειδικών χωρικών απαιτήσεων της εξορυκτικής βιομηχανίας, διότι η μεμονωμένη αντιμετώπιση μιας παραγωγικής δραστηριότητας έχει οριστικά κριθεί μη αποδεκτή από το ΣτΕ και, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να υποστηρίζεται από τους χωροτάκτες.
Είναι αξιοσημείωτο ότι η άκαμπτη χωροθέτηση των ΟΠΥ που αποτελεί το βασικό επιχείρημα του μεταλλευτικού κλάδου για τη χωροθέτηση των εργασιών του, φαίνεται να μην υιοθετείται με τη ίδια ζέση από τον κλάδο των χωροτακτών. Μόνο σε ένα Πλαίσιο αναφέρεται ρητά. Οπωσδήποτε, όμως, το σύνολο των Πλαισίων κρίνει ως αναγκαία τη διασφάλιση της προσβασιμότητας στις ΟΠΥ, με συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις. Το εργαλείο το οποίο προκρίνουν αρκετά από τα Πλαίσια είναι οι ζώνες, τόσο οι μεταλλευτικές, όσο και οι λατομικές. Είναι ενδιαφέρον ότι λατομικές ζώνες προτείνονται όχι μόνο για αδρανή, όπως προβλέπεται από την τομεακή νομοθεσία, αλλά και για βιομηχανικά ορυκτά και μάρμαρα. Για τα τελευταία υπάρχει και πρόταση οργανωμένης ζώνης με τη μορφή Περιοχής Οργανωμένης Ανάπτυξης Παραγωγικών Δραστηριοτήτων (ΠΟΑΠΔ).
Το θέμα των υποδομών που υποστηρίζουν την εξορυκτική δραστηριότητα είναι κομβικό για την ύπαρξή της, τόσο αναφορικά με τις μονάδες πρώτης επεξεργασίας (Χάρτης 4), όσο και με τις μεταφορικές υποδομές, ειδικά τις θαλάσσιες. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζεται τόσο στο Γενικό Πλαίσιο, όσο και στο Ειδικό Πλαίσιο για τη Βιομηχανία, αλλά δεν έχει τύχει ιδιαίτερης προσοχής στα Περιφερειακά Πλαίσια. Ορισμένα περιλαμβάνουν τις κατευθύνσεις του Ειδικού Πλαισίου για τη Βιομηχανία αναφορικά με τις μονάδες επεξεργασίας αλλά πολύ λιγότερα επισημαίνουν την ανάγκη θαλάσσιων διεξόδων (Φωτογραφία 1). Είναι ενδεικτικό ότι μόνο ένα Πλαίσιο περιλαμβάνει ειδική αναφορά στα λιμάνια διακίνησης μεταλλευτικών προϊόντων.
Πολλά Πλαίσια περιλαμβάνουν κατευθύνσεις για μετά το πέρας των εξορυκτικών εργασιών. Οι κατευθύνσεις αυτές είτε είναι περιβαλλοντικού χαρακτήρα, είτε εστιάζονται στο ζήτημα των χρήσεων που θα αναπτυχθούν στους εξοφλημένους χώρους (Φωτογραφία 2).
Τα ζητήματα αυτά δεν παραπέμπονται στην περιβαλλοντική αδειοδότηση της οποίας αντικείμενο αποτελούν και η οποία κρίνεται ικανοποιητική για την περιβαλλοντική (και χωρική) ρύθμιση της εξορυκτικής βιομηχανίας, όπως ήδη αναλύθηκε. Το ερώτημα που αναφύεται, επομένως, είναι αν οι μελετητικές ομάδες δεν είναι εξοικειωμένες με τις υποχρεώσεις των εκμεταλλευτών που απορρέουν από την περιβαλλοντική νομοθεσία και τους περιβαλλοντικούς όρους των εκμεταλλεύσεων ή αν δεν θεωρούν ικανοποιητικές τις λύσεις αποκατάστασης και επανάχρησης που προκύπτουν από αυτές.
Συμπερασματικά, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, παρότι η επεξεργασία των κατευθύνσεων των Περιφερειακών Πλαισίων με στόχο την κωδικοποίηση προέκυψε από μια τυπική ανάγκη, αυτήν της τροφοδότησης και ανάδρασης του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισία για τις Ορυκτές Πρώτες Υλες με τα Περιφερειακά Πλαίσια, τελικά αποδείχτηκε ότι το ουσιαστικό μέρος αυτού του έργου συγκέντρωνε περισσότερο ενδιαφέρον απ΄ότι αρχικά είχε εκτιμηθεί. Ο λόγος του ενδιαφέροντος ήταν η ποικιλία των προσεγγίσεων στο θέμα της εξορυκτικής βιομηχανίας, ως παραγωγικής δραστηριότητας και, ακόμα περισσότερο, η ποικιλία των μεθόδων και εργαλείων που υιοθετήθηκαν από τις μελετητικές ομάδες κατά τη διατύπωση κατευθύνσεων για τη χωρική της ανάπτυξη σε αρμονία με τους στόχους για άλλες παραγωγικές δραστηριότητες και με την προστασία του περιβάλλοντος.
Δύο είναι τα βασικά συμπεράσματα της επεξεργασίας : Το πρώτο είναι ότι εξ ορισμού υπάρχει μεγάλη δυσχέρεια στη διατύπωση συγκεκριμένων κατευθύνσεων μέσω της ανάδρασης Ειδικού – Περιφερειακών Πλαισίων, λόγω της ποικιλομορφίας των προσεγγίσεων των τελευταίων που καθιστά αδύνατη την κωδικοποίηση σε ενιαία στρατηγική, ικανή μάλιστα να εναρμονιστεί με αυτή του Ειδικού Πλαισίου. Το δεύτερο συμπέρασμα αφορά στην επιβεβαίωση της ανάγκης μιας ειδικότερης προσέγγισης /Πλαισίου για μια δραστηριότητα με ειδικά και μη ευρύτερα γνωστά χαρακτηριστικά, όπως η εξορυκτική βιομηχανία, με στόχο τόσο να καταγράψει, καταστήσει ευρύτερα γνωστά και υποστηρίξει τα χαρακτηριστικά αυτά, διατυπώνοντας μια πολιτική γης που θα διασφαλίζει τη χωρική λειτουργία της εξορυκτικής βιομηχανίας με τρόπο που δεν θα παρεμποδίζει την ανάπτυξη άλλων δραστηριοτήτων και δεν θα προκαλεί μη αναστρέψιμες βλάβες στο περιβάλλον.
*Η κα. Κάρκα Λένα είναι Αρχιτέκτων Μηχ. Δρ Χωροταξίας του 1ου Πανεπιστημίου της Σορβόννης