Μάρμαρο, με την κατεξοχήν πετρολογική έννοια τού όρου, θεωρείται κάθε πέτρωμα πού προέρχεται από τη μεταμόρφωση ανθρακικών ιζηματογενών πετρωμάτων (ασβεστόλιθων και δολομιτών). Στην τεχνική, εμπορική και νομική γλώσσα όμως, ο όρος «μάρμαρο» είναι ευρύτερος και περιλαμβάνει κάθε πέτρωμα πού επιδέχεται κοπή, λείανση και στίλβωση. Το μάρμαρο χρησιμοποιείται κυρίως για διακοσμητικούς σκοπούς ενώ τα παραπροϊόντα της εξόρυξής του χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία (πχ. πληρωτικά κ.α) και τα υποπροϊόντα του (πχ. μαρμαρόσκονη) ως δομικά υλικά ή και ως αδρανή υλικά.
Ή Χώρα μας είναι μια από τις σπουδαιότερες μαρμαροπαραγωγούς χώρες του κόσμου. Η ετήσια παραγωγή ογκομαρμάρων τις τελευταίες δεκαετίες κυμαίνεται σε 200-350.000 κυβικά μέτρα. Τα αποθέματα για τα σπουδαιότερα ελληνικά μάρμαρα είναι σχεδόν ανεξάντλητα. Η Ελλάδα διαθέτει τύπους μαρμάρων, πού όμοιά τους δεν υπάρχουν στην παγκόσμια αγορά(χιονόλευκο Θάσου, σιπολλινομάρμαρο Ν. Εύβοιας, πολύχρωμο μάρμαρο Σκύρου κτλ.). Διαθέτει ακόμη τημεγαλύτερη ποικιλία λευκών μαρμάρων στον κόσμο(Πεντέλης, Θάσου, Πάρου, Νάξου, Βέροιας, Κοζάνης κτλ.) πού, σε συνδυασμό με τις περιορισμένες ποσότητες λευκών μαρμάρων τής διεθνούς αγοράς, τα κάνουν περιζήτητα. Ή συμβολή του μαρμάρου στην περιφερειακή ανάπτυξημπορεί να αποδειχτεί καθοριστική, αν ληφθεί υπόψη ότι συντρέχουν όλες οι απαραίτητες προϋποθέσεις προς τούτο, όπως άφθονη πρώτη ύλη κατανεμημένη σε όλο τον ελλαδικό χώρο, αξιόλογο ανθρώπινο εργατοτεχνικό δυναμικό κτλ. |
Μολαταύτα, οι μαρμαροφόρες περιοχές της χώρας έχουν ερευνηθεί ελλιπώς και ή επιλογή των θέσεων για τη διάνοιξη λατομείων γίνεται σε μεγάλο βαθμό εμπειρικά. Το δικαίωμα στην έρευνα που εκχωρείται σήμερα αποσκοπεί περισσότερο στην δέσμευση των χώρων παρά στην ουσιαστική έρευνα. Η εκμετάλλευση των περισσότερων κοιτασμάτων είναι ευκαιριακή, περιστασιακή και αντιορθολογική. Η τεχνολογική στάθμη και συγκρότηση των περισσότερων λατομικών και μαρμαροβιομηχανικών μονάδων, εκτός ορισμένων εξαιρέσεων, είναι γενικά χαμηλή και τα κοστολόγια μεγάλα. Κι ενώ το μάρμαρο ως φυσικό υλικό υποκαθιστά στην οικοδομική άλλα υλικά (ξύλο, πλαστικά, κεραμικά κτλ.), ανοίγοντας μεγάλες προοπτικές για την παραπέρα αξιοποίησή του, δυστυχώς δεν έγινε ποτέ συστηματική προβολή του ελληνικού μαρμάρου στις αγορές του εξωτερικού.
Το μάρμαρο είναι από τις ελάχιστες ορυκτές πρώτες ύλες πού δεν απαιτούν εμπλουτισμό ή καμίνευση για να παραχθούν τελικά προϊόντα. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την δυνατότητα εφαρμογής υψηλής τεχνολογίας σ’ όλα τα παραγωγικά στάδια (εξόρυξη, κοπή, επεξεργασία), σημαίνει ότι μπορεί και πρέπει να προωθηθεί μαζικά ή καθετοποίηση του τομέα.
Τα σπουδαιότερα μαρμαροφόρα κοιτάσματαανάλογα με το χρώμα, την τάξη μεγέθους από πλευράς αποθεμάτων και την εμπορικότητά τους, είναι τα εξής (βλ. και χάρτη):
- Λευκά: Πεντέλης, Θάσου, Πάρου, Νάξου, Βέροιας (Καστανιά, Κουμαριά), Κοζάνης (Τρανόβαλτος) και Ικαρίας.
- Ημίλευκα ως τεφρά: Βόλου (Κανάλια), Κοζάνης (Τρανόβαλτος), Καβάλας (Νικήσιανη, Χαλκερό καί Στενωπός), ‘Αττικής (‘Αγία Μαρίνα), Σερρών (Μέταλλα), Λάρισας (Σπηλιά), Πάρνωνα (Αγιος Πέτρος).
- Γκρίζα ως μαύρα: Άλιβερίου, Βυτίνας, Τρίπολης, Δράμας (Ταξιάρχες), Κορίνθου (Κόρφος), Λιβαδειάς, Χίου (Λαγκάδα), φαρσάλων, Θεσσαλονίκης (Μελισσοχώρι), Κιλκίς (Χορήγιο).
- Μπέζ ως καφέ: ‘Ιωαννίνων (Κληματιά, Καρίτσα κτλ.), Αργολίδας (Αυγουριό, Ερμιόνη, Ίρια, Καρναζέικα), Τροιζηνίας (Φανάρι), Θηβών (Δόμβραινα) καί Κοζάνης (Τσοτύλι).
- Ρόζ ως κόκκινα: Εύβοιας (Ερέτρια), Μαγνησίας (Πτελεός, Σούρπη), Κιλκίς (Ν. Σάντα), Έδεσσας (Ροδοχώρι), Θεσσαλονίκης (Άνοιξιά), Χαλκιδικής (Περιστερά) καί Μάνης (Rosso antico).
- Πράσινα: Λάρισας (Verde antico), Νότιας Ευβοίας (cipollino verde antico), Βέροιας (Φυτιά), Τήνου καί Νάουσας.
- Πολύχρωμα: Σκύρου (Breccia fantasia), Άργολίδας (Μυκήνες, Κάντια) και Λέσβου.
- Τραβερτίνης ή πορώλιθος: ‘Αριδαίας Πέλλας, ‘Αγίας Βαρβάρας Βέροιας, Πιτσών Κορινθίας καί Βαμβακόφυτου Σερρών.
- Ονυχας (με την εμπορική ονομασία): Κρήτης (Ρέθυμνο, Ηράκλειο), Μεσσηνίας (Σταυροπήγι) καί Αγίου Δημητρίου Ολύμπου (πρόκειται για ονυχοειδές μάρμαρο).
[επιμέλεια Π. Τζεφέρης]
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: [1] Κ. Ρήγας, Ελλάδα, Ιστορία και Πολιτισμός, 8ος τόμος, Οικονομία, Ο Ορυκτός Πλούτος της Ελλάδας, Εκδόσεις Παγκόσμια Σύγχρονη Παιδεία-Μάλλιαρης ,1982, σελ.100-121.
[2] «Πύλη για τον ελληνικό ορυκτό πλούτο:Στατιστικά δεδομένα για την εξορυκτική/μεταλλουργική δραστηριότητα στην Ελλάδα.».