H επιθυμία να επισκεφτείς τον χώρο μεγαλώνει γνωρίζοντας ότι στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου επισημαίνεται ότι τα περισσότερα γλυπτά αριστουργήματα της αρχαιότητας, όπως ο Ερμής του Πραξιτέλη, η Αφροδίτη της Μήλου, η Νίκη της Σαμοθράκης, η Νίκη του Παιωνίου στην Ολυμπία, τα γλυπτά του Μαυσωλείου της Αλικαρνασσού ή αυτά του ναού της Αρτέμιδος στην Έφεσο σμιλεύτηκαν από το παριανό μάρμαρο, κυρίως από τον περίφημο «λυχνίτη» που βρισκόταν στην στοά των Νυμφών.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ, με drones και φωτογραφικές μηχανές κατέγραψε τον αρχαιολογικό χώρο και μίλησε με τον δήμαρχο της Πάρου Μάρκο Κωβαίο, αλλά και τους εκπροσώπους της ΑΜΚΕ «Πάρκο Αρχαίων Λατομείων Μαρμάρου Πάρου» Βλάση Σφυρόρεα, και του Ινστιτούτου Αρχαιολογίας Πάρου Κυκλάδων Σπύρο Μητρογιάννη, με στόχο να ερευνήσει τα σχέδια και τις προσπάθειες για την ανάδειξη των αρχαίων λατομείων σε ένα «αρχαιολογικό-πολιτιστικό πάρκο».
«Ο απώτερος σκοπός είναι αυτές οι στοές και ολόκληρο το πάρκο με τα βιομηχανικά κτήρια να καταστούν στο απώτερο μέλλον βέβαια, μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς» υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο διευθύνων σύμβουλος της ΑΜΚΕ «πάρκο Αρχαίων Λατομείων Πάρου» κ. Σφυρόρεας.
«Έρχονται εδώ Έλληνες αλλά κυρίως ξένοι, που γνωρίζουν το μάρμαρο Πάρου, το οποίο το βλέπουν σε όλα τα σπουδαία αγάλματα του κόσμου στα μεγάλα μουσεία όπως το Λούβρο, το βρετανικό μουσείο, το μουσείο της Ακρόπολης , το αρχαιολογικό μουσείο Αθηνών όπου βλέπουν στα μεγάλα έργα ως υπότιτλο “μάρμαρο Πάρου” και έρχονται εδώ να ψάξουν την ιστορία και βλέπουν αυτή την εγκατάλειψη, ή την μη αξιοποίηση».
Η αλήθεια είναι ότι η φήμη τους είναι δικαιολογημένη, καθώς εδώ έβγαινε ο περίφημος «λυχνίτης», μας εξηγεί από την πλευρά του ο Σπύρος Μητρογιάννης από το ΔΣ του Ινστιτούτου Αρχαιολογίας Πάρου Κυκλάδων. Είναι η καλύτερη και πιο σπάνια ποιότητα παριανού μαρμάρου.
Ο λυχνίτης είναι ένα μάρμαρο χιονόλευκο, λεπτόκοκκο, με μοναδική διαπερατότητα από το φως, το οποίο προσέδιδε μια ανεπανάληπτη πλαστικότητα στα γλυπτά και γι’ αυτό χρησιμοποιείτο μόνο στην αγαλματοποιία. Αυτό είχε μαγέψει τους αρχαίους καλλιτέχνες.
«Η εξόρυξή του γινόταν από τις υπόγειες αρχαίες στοές με συνολικό μήκος από την μία είσοδο στην άλλη, στην έξοδο, τα 630 μέτρα βάσει της αρχαιολογικής αποτύπωσης. Εκεί υπάρχουν τρεις στοές, πολύ σημαντικές γιατί εκεί βγήκε το καταπληκτικό μάρμαρο “λυχνίτης” που ενέπνευσε τους μεγάλους γλύπτες της αρχαιότητας. Και μάλιστα βγήκε από την στοά των νυμφών» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Σπύρος Μητρογιάννης.
Υπήρχε, βέβαια, και μία «δεύτερη» ποιότητα λευκού παριανού μαρμάρου, ο λεγόμενος «λευκός λίθος». Πιο χονδρόκοκκος και λιγότερο φωτοδιαπερατός, αυτός χρησιμοποιείτο για την κατασκευή κτηρίων και ναών.
«Η περιοχή αυτή είναι χαρακτηρισμένη ως αρχαιολογικός χώρος από το 1974. Ολοκληρώθηκε το 2000 και είναι μία έκταση που ξεπερνάει τα 350 στρέμματα. Ο χαρακτηρισμός είναι «Αρχαία λατομεία Υπόγειες στοές των Νυμφών και προστατεύονται», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Μητρογιάννης και προσθέτει με νόημα:
«Στον βαθμό βέβαια που έχουν προστατευτεί μέχρι σήμερα καθώς έχουν συντελεστεί ζημιές από εξωγενείς βέβαια παράγοντες».
Η εξόρυξη
«Η εξόρυξη εδώ κατά τα στοιχεία που υπάρχουν, άρχισε περίπου το 700 π.Χ. στην κάτω στοά. Από εκεί ξεκίνησε η εξόρυξη μαρμάρου».
«Τα λατομεία στο Μαράθι απλώνονται στις δύο πλευρές μιας λαγκαδιάς που έχει ανοίξει στις πλαγιές του βουνού ένας χείμαρρος, ο Σκαρπαθιώτης. Σκάβοντας τη γη με τα νερά του, ο χείμαρρος αυτός αποκάλυψε στους αρχαίους την ύπαρξη του λυχνίτη. Στην αρχή, βέβαια, η εξαγωγή ήταν επιφανειακή.
Ωστόσο, κάποια στιγμή το επιφανειακό υλικό τελείωσε, η ζήτηση όμως ήταν τόσο μεγάλη, ώστε οι αρχαίοι συνέχισαν να ακολουθούν το κοίτασμα που κατηφόριζε μέσα στη γη, σκάβοντας υπόγειες στοές και αίθουσες. Ήταν μια πολύ κουραστική και δύσκολη δουλειά. Οι λατόμοι -ειδικοί τεχνίτες, συνήθως δούλοι αλλά και αρκετοί ελεύθεροι- δούλευαν με σφυριά, πικούνια (μυτερά σφυριά), μαντρακάδες, βαριές, βαριοπούλες, κοπίδια, βελόνια, σφήνες, μοχλούς και άλλα εργαλεία.
Αν και η πρώτη χρήση παριανού μαρμάρου χρονολογείται στην 4η χιλιετία π.Χ., τα υπόγεια λατομεία στο Μαράθι πρωτανοίχθηκαν κάπου στον 7ο αιώνα π.Χ. Μέχρι και τον 5ο αιώνα π.Χ. το εμπόριο του μαρμάρου χάρισε φήμη, δόξα και χρήμα στην Πάρο.»
Πριν από 25 χρόνια σημειώνει ο κ. Μητρογιάννης «βρέθηκε άλλη μία στοά που έχει μήκος 350 μέτρα, όπου εξορύχθηκε και εκεί σημαντικό μάρμαρο, όχι όμως τόσο μικρόκοκκο όπως ο λυχνίτης.
«Φιλοδοξούμε και αισιοδοξούμε, προσθέτει, μέσα από επιστημονικές μελέτες, να βρεθούν οι είσοδοι και των υπολοίπων στοών πράγμα που θα προσθέσει στην περιοχή πολύ σημαντικό ενδιαφέρον».
Πηγή: www.cnn.gr