Ο γλύπτης Γιαννούλης Χαλεπάς είχε μια προσωπικότητα πολύ πιο μπροστά από την εποχή του 1851, 14 Αυγούστου που γεννήθηκε στον Πύργο της Τήνου, κι ένα ταλέντο τόσο σπάνιο και μοναδικό που ήταν έως και αδύνατο να εκτιμηθεί από τους καλλιτεχνικούς κύκλους της περιόδου εκείνης και τους απλούς ανθρώπους που τον αποκαλούσαν «ο τρελός του χωριού».
Μετά που τεκμηριώνεται – λόγω οικογενειακού ιστορικού και με αφορμή ένα έρωτα που δεν τελεσφόρησε – ότι κάποια ψυχική νόσος ταλαιπωρούσε τον γλύπτη, οι γονείς του θεώρησαν ως υπαίτια για την εκδήλωσή της την τέχνη. Πεισματικά, αρνούνταν να αποδεχτούν το ενδεχόμενο ότι η τέχνη θα μπορούσε, αντιθέτως, να αποτελέσει το γιατρικό του.
Ο Έλληνας γλύπτης, Γιάννης Κουτσουράδης, ο οποίος έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη ιστορία της γλυπτικής, σε ελληνικό και διεθνές επίπεδο, από την Ολλανδία όπου ζει μόνιμα, δήλωσε στο ΚΥΠΕ ότι “o πατέρας του Χαλεπά – κι αυτός Ιωάννης, λάξευσε ολόκληρα τέμπλα στα Αλάτσατα της Μικρασίας κι ο ίδιος ο Γιαννούλης ίσως κι ο θείος του μαζί `λάτρεψαν` το περίφημο τέμπλο στην πόλη της νήσου Χίου”. Ταυτόχρονα, πρόσθεσε, “η καθολική παράδοση γλυπτικής στη Τήνο ράντιζε την οικογένεια αυτή όπως και τόσες άλλες στο νησί με άρωμα και κλαδί βασιλικού…”
“Κι ήταν αυτές οι παραγγελίες που οδήγησαν τη χειρονομία του Γιαννούλη να μας αφήσει επιτέλους την καινούργια του πνοή στην για αιώνες γονατισμένη τρισδιάστατη ελληνική γλυπτική”, αναφέρει ο κ. Κουτσουράδης.
Σημειώνει ότι “δεν ήτανε η ψυχασθένεια που οδήγησε να γίνουν τα περίφημα έργα του, αντίθετα μάλιστα είχε σπουδάσει σε δύο από τις καλύτερες ακαδημίες και είχε μέσα στα δάχτυλά του την παλαιά παράδοση καλλιτεχνών του Αιγαίου και της Ιωνίας, εκεί όπου ‘διόλου δεν είχαν πεθάνει γι` αυτό οι θεοί’.
Όπως είπε ο Γιάννης Κουτσουράδης “δεν έχει ανάγκη ο Έλληνας να γίνει γνωστός στο σύγχρονο ευρωπαϊκό μοτίβο” και έφερε ως παράδειγμα τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, El Greco, που για τρεις αιώνες ολόκληρους κοιμόταν ατάραχος μέσα στη σκόνη του Τολέδο: αυτές είναι οι γραφές που έχουν την ικανότητα να περιμένουν”.
Κλείνοντας ο Έλληνας γλύπτης δήλωσε ότι “η ελεύθερη πινελιά ή η γραφή στον πηλό – πού ξανάφερε αν μπορώ να πω και η ταπεινότητά μου στο εργαστήριο μου της Σχολής Καλών Τεχνών, δεν έχει ανάγκη να γίνει προσκύνημα στα μουσεία της Ευρώπης. Η Ευρώπη είναι εκείνη που – με μέτρο τη ιστορία τουλάχιστο, έχει ανάγκη να συμβιβαστεί με αυτή την ελευθερία”.
Εξάλλου, η εικαστικός Μαρία Ουζούνογλου – Ζωγράφου, σε ενδελεχή της έρευνα για τον Χαλεπά και το έργο του, σημειώνει στο ιστοχώρο της στο διαδίκτυο ότι «το 1873, με υποτροφία του Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας της Τήνου, ο Χαλεπάς πηγαίνει στο Μόναχο και σπουδάζει εκεί στην Ακαδημία Καλών Τεχνών. Είναι η εποχή που στην τέχνη επικρατεί ο κλασικισμός της αρχαίας Ελλάδας. Δάσκαλος του ο δεξιοτέχνης κλασικιστής Μάξ Βον Βίντμαν.
Ξαφνικά, ωστόσο, σταματά η υποτροφία του και ο Χαλεπάς υπέστη ισχυρό σοκ και, μέχρι να επιστρέψει στην Αθήνα, έζησε σε έντονη στέρηση ακόμα και από τα βασικά. Το 1876 θα επιστρέψει στην Αθήνα. Θα δεχθεί πολλές παραγγελίες και θα δουλεύει σχεδόν 20 ώρες την ημέρα. Ο Γιαννούλης ήταν πολύ γνωστός στο κοινό της Αθήνας λόγω του Τύπου που παρακολουθούσε την καλλιτεχνική του πορεία, αναδημοσιεύοντας τις ιδιαίτερα θετικές κριτικές των γερμανικών εφημερίδων για τα έργα του.
Ο Χαλεπάς ήξερε πως χάνοντας αυτή την υποτροφία έχασε και τη δυνατότητα να δουλέψει στο εξωτερικό με καλύτερες συνθήκες. Γι’ αυτό προσπάθησε να ξαναπάρει άλλη μια υποτροφία για την Ιταλία αυτή τη φορά, αλλά μάταια. Εκείνη την εποχή, στην Αθήνα, θα φιλοτεχνήσει κυρίως επιτύμβια γλυπτά, όπως τους πολύ όμορφους Αγγέλους κτλ. Όμως, το όνομα του πολύ σπάνια θα αναφέρεται πια στις εφημερίδες. Και όμως κατάφερε τελικά να απασχολήσει τους τεχνοκριτικούς με το έργο του Μήδεια το 1876.
Και ενώ ο Χαλεπάς μας δίνει την αίσθηση ότι είναι δοσμένος στην τέχνη του με τον τρόπο που του ζητούν οι άλλοι, συγκρατώντας τη δική του επιθυμία για πραγματική έκφραση, ξαφνικά εμφανίζεται να βάζει τον εαυτό του μέσα στο έργο και όπως φαίνεται κάτι είχε αρχίσει να αλλάζει στον τρόπο έκφρασης των έργων του Γιαννούλη. Απόδειξη : H Κοιμωμένη στον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη.
Η Σοφία Αφεντάκη είναι ένα νεαρό κορίτσι από την Κίμωλο, που έχασε τη ζωή του από φυματίωση. Αυτό το έργο ΄του Χαλεπά είναι το πρώτο μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους που αντιμετωπίζει κλινικά το θέμα του θανάτου.
“Ο Σάτυρος που παίζει με τον Έρωτα” του 1877 ένα άλλο έργο – σταθμός του γλύπτη ερμηνεύτηκε από τους ψυχολόγους ιδιότυπα. Είδαν στο γλυπτό, «έναν ενήλικο Σάτυρο που τον ταύτισαν με τον πατέρα του Χαλεπά, και έναν μικρό Έρωτα που τον ταύτισαν με τον Γιαννούλη, ο οποίος συνειδητά ή ασυνείδητα είχε ταυτίσει τον Έρωτα με τον εαυτό του που βασανιζόταν από τον επικυρίαρχο πατέρα του και από την άλλη και αυτός με μια έννοια βασάνιζε τον πατέρα του – Σάτυρο αντιδρώντας».
Η εικαστικός, Μαρία Ουζούνογλου – Ζωγράφου, σημειώνει ότι «για να το επαναλάβει αυτό το έργο 12 φορές ο Χαλεπάς, δηλώνει μάλλον μια εσωτερική του πάλη που προσπαθούσε να την εκτονώσει και να λυτρωθεί από τα βάρη της, ανασχηματίζοντας τη σκηνή, αν λάβει κανείς υπόψη ότι ο πατέρας του δεν ήθελε να κάνει σπουδές στο εξωτερικό αλλά και ότι είναι αυτός που τον έκλεισε στο Ψυχιατρείο και αν δεν πέθαινε, ίσως ο Γιαννούλης να μην έβγαινε ποτέ από εκεί”.
Αποφασίζοντας να επιστρέψει από την Αθήνα στην Τήνο, και όντας νέος, θα ερωτευτεί με πάθος την Μαριγώ Χριστοδούλου και βρίσκει μάλιστα ανταπόκριση, όμως αυτή ήταν κόρη πολιτευτή και η οικογένεια της δεν ήθελε τον Γιαννούλη με τίποτα και έτσι ο έρωτας γίνεται για αυτόν μια τυραννία.
Ο ίδιος ο Χαλεπάς πολλά χρόνια μετά θα παραδεχθεί πως αυτός ο έρωτας επέδρασε αρνητικά στο ζήτημα της υγείας του. Βρισκόταν σε ψυχικό αδιέξοδο και μελαγχολούσε. Τα ενδιαφέροντα του, οι ανησυχίες του ήταν αδιάφορα στο περιβάλλον του. Δούλευε ξανά σε 20ωρη βάση και έπαθε ισχυρή υπερκόπωση. Άρχισε να καταστρέφει ότι δημιουργούσε. Κυρίως με τα έργα του Σάτυροι γιατί νόμιζε ότι τον χλεύαζαν. Τρεις φορές έκανε απόπειρα να αυτοκτονήσει.
Η οικογένεια του τρομοκρατήθηκε γιατί δύο αδέλφια του είχα ιστορικό αυτοκτονιών και σχιζοφρένιας και επιπλέον η αυταρχικότητα ήταν σύνηθες φαινόμενο στο κλίμα της τότε κοινωνίας. Οι γονείς του τον στέλνουν με τον αδελφό του στην Ιταλία και αυτό βοήθησε, αλλά πρόσκαιρα. Στην επιστροφή του πάλι σιωπή και σχεδόν πλήρης απομόνωση.
1888 – Η οικογένεια του ήταν σε κρίσιμη οικονομική κατάσταση. Διαλύεται η τόσο προσοδοφόρα επιχείρηση, πουλιέται το πατρικό σπίτι και το έργο του Χαλεπά “Σάτυρος και Έρωτας” σε πολύ χαμηλή τιμή και, παρά τις αντιρρήσεις της μάνας του Γιαννούλη, ο πατέρας του τον κλείνει στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Οι γιατροί διέγνωσαν «άνοια».
Ο Χαλεπάς στην ψυχιατρική κλινική θα σκιτσάρει συμπλέγματα κορμιών και εικόνες φρίκης, με τους γιατρούς να του απαγορεύουν να κάνει οτιδήποτε δημιουργικό αντιμετωπίζοντάς τον με μεγάλη σκληρότητα. Ο ίδιος προσπαθούσε να κρύψει ότι έφτιαχνε με πηλό γιατί αμέσως του το κατέστρεφαν. Έμεινε μόνος σε αδράνεια χωρίς να μπορεί να εκφραστεί με κανένα τρόπο για 14 χρόνια.
Μόλις πέθανε ο πατέρας του η μάνα του τον πήρε πίσω στο νησί μαζί της. Αλλά ούτε και εκεί άλλαξε κάτι για τον Χαλεπά, που πια ήταν ήδη 50 χρονών γιατί η μητέρα του με εντολή προφανώς των γιατρών του ψυχιατρείου, σκίζει τα σκίτσα του γιουτης και σπάει τα έργα του. Πίστευε πως η τέχνη είναι αυτή που έφερε την αρρώστια στον γιο της.
Οι ντόπιοι σαρκάζουν και οικτίρουν τον Γιαννούλη που είναι για αυτούς ο τρελός του χωριού. Προσέχει κατσίκια βοσκάει πρόβατα ή να κάνει τα θελήματα των ντόπιων για ένα κομμάτι ψωμί. Ενδεικτικό είναι ότι ο ποιητής Κώστας Παλαμάς στις 21-1-1915 στην εφημερίδα “Εμπρός”, θα γράψει για τον Χαλεπά πως ο καλλιτέχνης «απέμεινε ζωντανονεκρός» και πως βόσκει γίδια στον γενέθλιο τόπο του.
Το 1916 πεθαίνει η μάνα του και ο ίδιος πια νιώθει ελευθερία αντί πόνο και αρχίζει η δεύτερη φάση της δημιουργικής του πορείας.
Δουλεύει μόνο με πηλό ή γύψο που ισορροπεί μόνο του χωρίς στελέχη εσωτερικά, για να γίνει το έργο πιο σταθερό. Αλλά και χωρίς μοντέλα. Όλα από μνήμης. Ο Χαλεπάς συμβαδίζει με τον μοντερνισμό, χωρίς να το γνωρίζει. Τα έργα του πια δεν έχουν σχέση με τον κλασικισμό που του υπαγόρευαν οι άλλοι για να υπάρξει. Όλα είναι σε συνάρτηση της ψυχής του που την αφήνει ελεύθερη να εκφραστεί στο έργο του.
Αν η πρώτη περίοδος του Χαλεπά ήταν του εξαιρετικού τεχνίτη, αυτή ήταν του καλλιτέχνη δημιουργού, με έργα ατελείωτα. Θα κάνει πολλές φορές τον Σάτυρο και τον Έρωτα, αλλά και συνολικά τέσσερις φορές την Μήδεια. Ο Χαλεπάς είναι πια αυθεντικός. Δεν μπαίνει στη λογική των παραγγελιών, δεν δεσμεύεται πια από τις προσδοκίες του κοινού. Ήταν ο εαυτός του και τα έργα του ήταν η εξομολόγηση της ψυχής του. Το 1930 ο Χαλεπάς καταπονημένος, και μετά από την επιμονή μιας ανιψιάς, πραγματικά εξαθλιωμένος, επιστρέφει στην Αθήνα όπου θα προβληθεί ως πανελλήνια προσωπικότητα.
Μάλιστα, όταν πήγε να επισκεφτεί την Κοιμωμένη του, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, δημιουργήθηκε το αδιαχώρητο σε σημείο που χρειάστηκε να επέμβει η αστυνομία ώστε να μπορέσει ο γλύπτης να προσεγγίσει το μνημείο.
Στην ανιψιά του έμεινε τα τελευταία οκτώ χρόνια της ζωής του. Γεμίζει με έργα του το σπίτι, το υπόγειο, την αυλή. Τον αναγόρευσαν Πρόεδρο καλλιτεχνικών σωματείων. Τον κυνηγούσαν να του πάρουν έστω μια κουβέντα, αν όχι μια συνέντευξη.
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς, γέρος πια, παθαίνει ημιπληγία, και στις 15 Σεπτεμβρίου του 1938, πεθαίνει στην Αθήνα, σε ηλικία 87 χρονών.
Σώθηκαν περίπου 115 έργα του και πολλά σχέδια του σε τετράδια. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη, στο Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού, στο Μουσείο Γιαννούλη Χαλεπά στον Πύργο, και σε ιδιώτες.
Πηγή: www.kanali6.com.cy