Κωνσταντίνος Γιαζιτζόγλου: Ενεργειακή (κατα) στροφή

Eltrak - Cat banner ad

Του Κωνσταντίνου Γιαζιτζόγλου, Διευθύνωντος Συμβούλου ΓΕΩΕΛΛΑΣ ΑΜΜΑΕ,
Β Αντιπροέδρου ΣΜΕ

Οι «πετρελαϊκές κρίσεις» της δεκαετίας του΄70 έμειναν στην ιστορία ως «πάθημα» από την αυξημένη ενεργειακή εξάρτηση από ένα αγαθό του οποίου η αγορά έχει ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά και οι βασικοί παραγωγοί έχουν – και – γεωπολιτικές διαφορές με τους καταναλωτές.

Stonetech banner ad
Stonetech banner ad

Φαίνεται πως το «μάθημα» ξεχάστηκε πολύ γρήγορα. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές κλείνουμε τον έκτο κατά σειρά μήνα που οι τιμές της ενέργειας στην ΕΕ – και μόνον στην ΕΕ –  κινούνται σε επίπεδα 300 -600% πάνω από τους μέσους όρους της τελευταίας δεκαετίας. Για την ιστορία, στις κρίσεις του ’70, ενώ η αύξηση της τιμής του πετρελαίου δεν ξεπέρασε το 100%, οι συνέπειες για την οικονομία ήσαν βαρύτατες.

Η προσπάθεια της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει βραχυπρόθεσμα το θέμα δαπανώντας 400 εκατομμύρια, οδηγεί – με την απλή μέθοδο των τριών – στο συμπέρασμα ότι το κόστος της κρίσης σε ετήσια βάση θα πλησιάσει τα 15 δις ευρώ. Δεν είμαι βαθύς γνώστης οικονομικών αλλά θεωρώ ότι η ύφεση που θα προκαλέσει αυτή η άνευ οποιουδήποτε πραγματικού ανταλλάγματος απώλεια 15 δις από την Ελληνική οικονομία, θα είναι μεγαλύτερη από εκείνη του 2009-2011

Είναι παράδοξο το γεγονός ότι η δημοσιότητα που έχει δοθεί μέχρι τώρα στο θέμα είναι χαμηλή. Πιθανότατα οφείλεται στο ότι κάποιες αρχικές εκτιμήσεις προέβλεπαν ότι η κατάσταση θα είχε εξομαλυνθεί σε λίγους μήνες. Οι εκτιμήσεις αυτές αναθεωρούνται συνεχώς, με αποτέλεσμα ήδη να μιλάμε για «επιστροφή στην ομαλότητα» στα μέσα του  2023. Το σημαντικό όμως είναι να συνειδητοποιήσουμε τι θα σημαίνει η νέα αυτή ομαλότητα. Το WEF (1), στελέχη της ECB (2) αλλά και επιφανείς Έλληνες (3) με κεντρικό ρόλο στην ενεργειακή σκήνη, δηλώνουν απερίφραστα ότι οι τιμές του 2019 δεν πρόκειται να επανέλθουν. Οι τολμηρότεροι (4) προβλέπουν σταθεροποίηση μετά το 2023 σε επίπεδα γύρω στο διπλάσιο των μέσω τιμών της περιόδου 2015-2020. Το ίδιο καταγράφεται και στην πορεία του δείκτη TTF natural gas futures (5). Προφανώς, ακόμα και αυτά τα επίπεδα θα επιφέρουν δραματικές αλλαγές στην ανταγωνιστικότητα των Ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, με απρόβλεπτες συνέπειες.

Οι ακραίες καιρικές συνθήκες του πρώτου εξαμήνου του 2021, πέρα από την δραματική μείωση των αποθεμάτων ασφαλείας έστειλαν ένα πάρα πολύ σημαντικό μήνυμα για την αστάθεια που προκαλεί η αύξηση των ΑΠΕ. Ας σημειωθεί επίσης, ότι παρόλο που τα χαμηλά αποθέματα επισημάνθηκαν ως θέμα τον Ιούλιου του 2021(6) , μέχρι σήμερα δεν έχουν αναπληρωθεί.

Μια άλλη αιτία της κρίσης, για την οποία επίσης καμία συζήτηση δεν γίνεται, είναι η αλλαγή του τρόπου καθορισμού της τιμής αγοράς του φυσικού αερίου. Όσο η τιμή αυτή καθοριζόταν από την τιμή του πετρελαίου, οι διακυμάνσεις ήσαν περιορισμένες. Η εξάρτηση από μια «νέα» χρηματιστηριακή αγορά παραγώγων, οδήγησε στα σημερινά – πρωτόγνωρα- επίπεδα.

Τέλος, ελάχιστα έχει σχολιασθεί το γεγονός ότι η στρατηγική της ΕΕ για το net zero δημιουργεί συνθήκες ολιγοπωλίου για το φυσικό αέριο. Η ΕΕ δηλώνει ρητά ότι θα καταργήσει τα ρυπογόνα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρισμού, περιλαμβανομένων και των πυρηνικών. Ταυτόχρονα, εξαγγέλλει την ηλεκτροκίνηση, η οποία θα αυξήσει την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας κατά 40-50%, ενώ συνομολογεί – το προφανές – ότι οι ΑΠΕ χωρίς αποθήκευση θα καλύπτουν το 2030 μόνο το 30-35 % των αναγκών σε ηλεκτρισμό. Το υπόλοιπο 65%, της αυξημένης κατανάλωσης ρεύματος, θα προέλθει αναγκαστικά είτε από ΑΠΕ με αποθήκευση είτε  από φυσικό αέριο. Δεδομένου του εξωφρενικού κόστους αποθήκευσης, οι – ελάχιστοι – προμηθευτές φυσικού αερίου δεν έχουν κανένα λόγο να κρατήσουν χαμηλά τις τιμές τους.

Ο εξορυκτικός κλάδος επηρεάζεται σημαντικά από το κόστος της ενέργειας, τόσο στην εξόρυξη όσο και στην επεξεργασία των προϊόντων του. Μεταβολές αυτής της τάξεως στις τιμές θα επιφέρουν σοβαρότατες ανακατατάξεις στον παγκόσμιο χάρτη ανταγωνιστικότητας, οι οποίες -προφανώς – δεν θα είναι προς όφελος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ταυτόχρονα τίθεται σε κίνδυνο η επάρκεια κρίσιμων πρώτων υλών, η οποία  αναγνωρίζεται ως βασική προϋπόθεση τόσο για την πράσινη μετάβαση όσο και για την γεωπολιτική σταθερότητα της περιοχής.

Η ΕΕ οφείλει να λάβει άμεσα μέτρα για το θέμα. Ένα από αυτά θα μπορούσε να είναι η αναζήτηση σταθερών -χαμηλών – τιμών φυσικού αερίου μέσω διμερών συμφωνιών και η αποσύνδεση της προμήθειας από χρηματιστηριακά παιχνίδια. Σίγουρα θα πρέπει να επανεξετασθεί το Ευρωπαϊκό σύστημα καθορισμού της χονδρικής τιμής ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς το τελευταίο 12μηνο οι διακυμάνσεις στις τιμές δεν αντανακλούν αντίστοιχες διακυμάνσεις στο κόστος παραγωγής. Τέλος, θα πρέπει να αναζητηθεί εναλλακτική  πηγή παραγωγής με χαμηλό ανθρακικό αποτύπωμα, ώστε να αποτελέσει το αντίπαλο δέος στο φυσικό αέριο για το μέρος της ζήτησης που δεν προβλέπεται να καλύψουν οι ΑΠΕ. Για την ιστορία – και μόνο – να σημειωθεί ότι η Κίνα θεωρεί και την πυρηνική ενέργεια ως πράσινη (7).

Η μείωση των εκπομπών ρύπων και η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής δεν είναι διαπραγματεύσιμα. Η προσέγγιση όμως της λύσης με ελλιπώς μελετημένες ενέργειες μπορεί να οδηγήσει στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Το κόστος του net zero πρέπει να προσεγγισθεί ρεαλιστικά, να επικοινωνηθεί έγκαιρα και να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά. Σε κάθε άλλη περίπτωση η προσπάθεια θα αποτύχει, με απρόβλεπτα κακές συνέπειες.