Μια εικόνα της εξορυκτικής βιομηχανίας της Ουγκάντα

PHOTO BY STEVEN ARIONG
Eltrak - Cat banner ad

Η Ουγκάντα διαθέτει πλούσιους και ποικίλους φυσικούς πόρους μεταξύ των χωρών της Αφρικής. Από τα εύφορα εδάφη και το καλό κλίμα, τους σμαραγδένιους λόφους και την άγρια ζωή, τα ομιχλώδη δάση, τα γλυκά νερά και τα χιονισμένα βουνά, στα εμπορικά βιώσιμα αποθέματα πετρελαίου που σήμερα υπολογίζονται σε 6,5 δισ. βαρέλια. Για πολύ καιρό, πριν από την ανακάλυψη του πετρελαίου, η χώρα καυχιόνταν για τα  κοιτάσματα ορυκτών της. Σε ολόκληρο τον κόσμο, υπάρχουν αρκετές χώρες οι οποίες αναπτύχθηκαν αξιοποιώντας τους φυσικούς πόρους αλλά στην Αφρική γενικά, αυτό δεν συνέβη και υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι πρόκειται να αλλάξει.

Η γειτονική Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό θεωρείται, για παράδειγμα, ως μία από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου όσον αφορά τους φυσικούς πόρους με τεράστια κοιτάσματα διαμαντιών, χρυσού, κολτανίου, ουρανίου, κασσίτερου, χαλκού, κοβαλτίου, πετρελαίου, βολφραμίου και πολλών άλλων, αλλά οι πολίτες της καταστραφείσας από τον πόλεμο χώρας παραμένουν από τους φτωχότερους στον κόσμο. Οι οικονομολόγοι και οι πολιτικοί επιστήμονες συζητούν διαρκώς αυτή την αντίφαση. Πριν από 50 χρόνια, η μεταλλευτική βιομηχανία βρισκόταν στο επίκεντρο πολλών αφρικανικών οικονομιών – πριν και λίγο μετά την ανεξαρτησία πολλών χωρών.

Stonetech banner ad
Stonetech banner ad

Το πώς και γιατί όλα διαλύονται είναι ένας συνδυασμός πολλών παραγόντων που κυμαίνονται από πολιτικό χάος που προκύπτει από εμφύλιους πολέμους, σποραδικά στρατιωτικά πραξικοπήματα, πτώση των τιμών ορισμένων εμπορευμάτων (συμπεριλαμβανομένων των ορυκτών), αλλά κυρίως την σύγχυση και την έλλειψη προτεραιοτήτων από διαδοχικές κυβερνήσεις.

Στην Ουγκάντα, πόλεις όπως η Kasese στα νοτιοδυτικά απολάμβαναν τα οφέλη της εξόρυξης χαλκού / κοβαλτίου και ασβεστόλιθου, το Tororo στα ανατολικά με την εξόρυξη ασβεστόλιθου και φωσφόρου, τα Kabale και Kisoro με βολφράμιο, βολφράμιο, κασσίτερο και βηρύλλιο και ο Buhweju ήταν ένας κόμβος για την εξόρυξη χρυσού. Στην πραγματικότητα, κάθε περιοχή φημίζεται για τουλάχιστον ένα ή δύο μέταλλα.

Σήμερα, η εξόρυξη χρυσού στο Buhweju και άλλες νέες τοποθεσίες, όπως το Mubende, συντηρούνται από μεμονωμένους χρυσοθήρες, συμπεριλαμβανομένων κερδοσκόπων, αλλοδαπών και μεγαλοστελεχών της κυβέρνησης, ενώ στο Kabale και το Kisoro συμβαίνει ακριβώς το ίδιο με παράνομους ανθρακωρύχους – λαθρεμπόρους και κερδοσκόπους.

Η κατάσταση αυτή εξηγεί εν μέρει γιατί ο τομέας των μεταλλείων βρίσκεται σε αδιέξοδο και παρά τις διάφορες παρεμβάσεις της κυβέρνησης τα τελευταία 30 χρόνια, συμπεριλαμβανομένου του εξορθολογισμού του ρυθμιστικού περιβάλλοντος μέσω της υιοθέτησης της μεταλλευτικής πολιτικής το 2001 (που βρίσκεται υπό αναθεώρηση), σε έναν τομέα ο οποίος κάποτε αντιπροσώπευε σχεδόν το 30% των εξαγωγών της Ουγκάντα και το 7% του Α.Ε.Π. και εξακολουθεί να αποδίδει πολύ κάτω από το μέσο όρο.

Η McKinsey σε έκθεση που δημοσιεύθηκε το 2010, σημείωνε ότι ο τομέας της εξόρυξης της Αφρικής παρουσιάζει ένα παράδοξο. Ότι παρόλο που η ήπειρος είναι γεμάτη ορυκτά, η εξόρυξη δεν είναι η συνεχής κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης που ελπίζουν οι άνθρωποι σε πολλές χώρες.

Η εξορυκτική ιστορία της Ουγκάντα χρονολογείται από τις προαποικιακές περιόδους, αλλά απέκτησε δυναμική κατά τη διάρκεια της βρετανικής αποικιοκρατικής διοίκησης μεταξύ 1902 και 1939. Αυτό έγινε όταν το 1902 εκδόθηκαν οι πρώτες άδειες για αναζήτηση χρυσού σε ιδιώτες και επιχειρήσεις στα Butiaba και Bunyoro. Μέχρι το τέλος του 1908, εκδόθηκαν 22 άδειες αναζήτησης για να καλύψουν όλο το προτεκτοράτο.

Το 1913 ο Βρετανός χρυσοθήρας W. Brittlebank, πήρε την πρώτη άδεια για αναζήτηση πετρελαίου που κάλυπτε 898 τετραγωνικά μίλια με κέντρο το Kibiro κοντά στη λίμνη Albert όπου ανάβλυζε πετρέλαιο. Ωστόσο, το ξέσπασμα του Α ‘Παγκοσμίου Πολέμου σταμάτησε τις δραστηριότητές του μέχρι τη λήξη της αδείας του το 1922. Το 1920, ο Capt A. W. Hills και ο Sir Phillip Lee Brocklehurst αγόρασαν αποκλειστικά δικαιώματα εκμετάλλευσης πετρελαίου σε μια μεγάλη περιοχή του Δυτικού Νείλου για 50 λίρες Αγγλίας.

Το άνοιγμα των ορυχείων στο Kilo Moto της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό ώθησε και άλλες εταιρείες αναζήτησης, όπως το Nile Congo Divide Syndicate από το Κονγκό στην υπο – περιοχή του Δυτικού Νείλου. Αν και δεν βρέθηκε χρυσός αξίας, η εταιρεία ανακάλυψε χαμηλού επιπέδου χαλκό στην περιοχή Manya στη δυτική Madi.

Πλέον καταγράφονται περισσότερα κοιτάσματα ορυκτών: του κασσίτερου ανακαλύφθηκε το 1925, του χρυσός το 1915 (αλλά η εμπορική εξόρυξη ξεκίνησε το 1933) του  βολφραμίου το 1933, του διαμαντιού το 1933, του βηρύλλιου το 1922 και το 1959 όπου η Ουγκάντα εξήγαγε 1.063 τόνους, αντιπροσωπεύοντας το 11% της συνολικής παγκόσμιας παραγωγής. Άλλα ορυκτά ήταν ασβεστόλιθος, χαλκός, φωσφορικό άλας, κοβάλτιο, χάλυβας κλπ.

Η μεταλλευτική βιομηχανία αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της βρετανικής αποικιοκρατικής διοίκησης, η οποία, στην πραγματικότητα, υπέκλεβε το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων μέχρι την αναχώρησή τους το 1962.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, ο Πρόεδρος Milton Obote προκάλεσε σοκ στην οικονομία με τις αριστερές κατευθύνσεις του (μέσω του Common Man’s Charter) που τον οδήγησαν εκτός εξουσίας λίγα χρόνια αργότερα. Η περίοδος από το 1971 έως περίπου το 1990 υπονομεύθηκε όχι μόνο από πολιτική αλλά και από οικονομική αστάθεια.

Την εποχή της ανεξαρτησίας, ο χαλκός – κοβάλτιο από την Kilembe στην πολή Kasese αντιπροσώπευε το 5% της αξίας των εξαγωγών της Ουγκάντας ενώ η συνεισφορά του μεταλλευτικού τομέα ήταν γενικά μέτρια. Με την πάροδο τον ετών μειώθηκαν σταδιακά φτάνοντας στην τρέχουσα συνεισφορά που είναι λιγότερο από 1% στο Α.Ε.Π..

Σύμφωνα με την Επίτροπο για τα ορυχεία του Υπουργείου Ενέργειας, κα Agnes Alaba “Εκτός από την οικονομική αναταραχή, η οποία κράτησε πίσω το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανίας μας, με την πάροδο του χρόνου υπήρξε μεγάλη μετατόπιση στην παγκόσμια αγορά αγαθών και στις τιμές τους. Αυτό σήμαινε ότι η επένδυση σε ορισμένα ορυκτά δεν ήταν πλέον προσοδοφόρα, αλλά πρέπει να επικεντρώσουμε εκ νέου την προσοχή μας διότι εξακολουθεί να υπάρχει τεράστιο δυναμικό στον τομέα”.

Στην πραγματικότητα η έρευνά της McKinsey έδειξε ότι η περίοδος μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007 – 2008 χαρακτηρίστηκε από “λιγότερη διάθεση για τον σχετικά υψηλό κίνδυνο που συνήθως χαρακτηρίζει την εξόρυξη σε πολλές αφρικανικές χώρες. Παρά την πρόσφατη αναταραχή στην αγορά, οι περισσότεροι παρατηρητές αναμένουν ότι η ζήτηση σημαντικών εξορυκτικών προϊόντων θα αυξηθεί έντονα τα επόμενα 10 έως 20 χρόνια, για να υποστηριχθεί η αύξηση της αστικοποίησης, η ανάπτυξη των υποδομών στην Κίνα και η ανάπτυξη της μεσαίας τάξης της Ινδίας. Η Αφρική, δεδομένου του μεριδίου της στους παγκόσμιους πόρους, θα διαδραματίσει σίγουρα σημαντικό ρόλο στην ικανοποίηση αυτής της ζήτησης”, αναφέρει εν συντομία η McKinsey.

Σύμφωνα με τις στατιστικές του Υπουργείου Ενέργειας, οι ξένες άμεσες επενδύσεις στον τομέα αυξήθηκαν από τα 18 δισ. Shs το 2003 σε 3 τρισ. Shs κατά το οικονομικό έτος 2015 – 2016, ιδίως όσον αφορά τον χρυσό, τον κασσίτερο, τον φώσφορο, τον χαλκό και της μεταποίησης. Αυτό αποκλείει τα νέα έργα για την εξερεύνηση ορυκτών.

Η πολυαναμενόμενη επένδυση ύψους 620 εκατ. δολαρίων (2,2 τρισ. Shs) στο συγκρότημα φωσφόρου Sukulu στο Τορόρο είναι η κύρια κινητήρια δύναμη των τρεχουσών εκτιμήσεων.

Η Hima Cement και η Tororo Cement είναι οι μεγαλύτεροι παίκτες στην εξόρυξη ασβεστολίθου για την παραγωγή τσιμέντου. Πέρυσι, μια κινεζική εταιρεία, η Dao Marble, ξεκίνησε την εξόρυξη και την παραγωγή προϊόντων μαρμάρου από το Karamoja. Το 2013, η κυβέρνηση προσπάθησε να επαναφέρει τα ορυχεία χαλκού Kilembe, με την μίσθωση τους σε μια κινεζική εταιρεία ωστόσο προέκυψαν αρκετά προβλήματα.

Ομοίως, τα έσοδα από τα τέλη αδειών εκμετάλλευσης και τα δικαιώματα αυξήθηκαν από τα 1,8 δισ. Shs το 2003 στα 52 δισ. Shs το 2011, αλλά μεταξύ 2011 και 2014 υπήρξε συνεχής μείωση των εισοδημάτων από τα ορυκτά τα οποία υποχώρησαν στα 7,2 δισ. Shs μέχρι το τέλος του οικονομικού έτους 2014 – 2015, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του υπουργείου. Δεδομένης της έκτασης της παραδοσιακής και παράνομης εξόρυξης στη χώρα, η κ. Alaba είπε ότι “πολλά στατιστικά στοιχεία δεν καταγράφονται”.

Σύμφωνα με τη Διεύθυνση Γεωλογίας, Έρευνας και Μεταλλείων (DGSM) του υπουργείου Ενέργειας, η οποία εποπτεύει τον τομέα, στα τέλη του 2015, εκδόθηκαν 818 άδειες μεταλλείων σε όλη τη χώρα, από τις 100 του 2003. Ωστόσο, αρκετές εταιρείες δεν υποβάλλουν τα αποτελέσματα των εργασιών εξερεύνησης που πραγματοποίησαν.

Επιπλέον, οι περιοχές που διαθέτουν άδειες για εργασίες εξερεύνησης για τον προσδιορισμό των ορυκτών κοιτασμάτων είναι στην πραγματικότητα κατανεμημένα εκτός της πραγματικής εξορυκτικής δραστηριότητας. Ως αποτέλεσμα, ο Γενικός Ελεγκτής John Muwanga, σε διάφορες εκθέσεις αναφέρει ότι η χώρα έχασε πολλά έσοδα όπως και στον λογιστικό έλεγχο του περασμένου χρόνου που υπέβαλε στο Κοινοβούλιο τον Ιανουάριο όπου υποδείκνυε ότι εκκρεμούσαν 2,7 δισ. Shs ετήσιες αμοιβές μίσθωσης ορυχείων.

Ο λογιστικός έλεγχος δείχνει επίσης ότι τον Ιούνιο του 2017 δεν είχαν συλλεχθεί δικαιώματα εκμετάλλευσης ύψους 354 εκατ. Shs, με αποτέλεσμα οι ιδιοκτήτες της γης να μην λαμβάνουν τα έσοδα που προκύπτουν από την χρήση της γης τους, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει τη σχέση μεταξύ κατόχων ορυκτών δικαιωμάτων και ιδιοκτητών γης. Επίσης μια ιδιωτική εταιρεία εξόρυξης δεν είχε καταβάλει δικαιώματα ύψους 679 εκατ. Shs που λόγω της ανικανότητας της DGSM να επιβάλει την πληρωμή.

Σύμφωνα με την κα Alaba, σημειώνεται πρόοδος: “Παλαιότερα δεν γνωρίζαμε πολλά τα αποδεδειγμένα αποθέματα των ορυκτών και ήταν δύσκολο να πείσουμε οποιονδήποτε να έρθει και να επενδύσει σε αυτό που δεν είμαστε σίγουροι αλλά κάνουμε καλά πρόοδο στις έρευνες. Το 2012, αναλάβαμε να πραγματοποιήσουμε μερικές γεωλογικές έρευνες που μας έδωσαν προκαταρκτικές εκτιμήσεις και πλέον δουλεύουμε με στοιχεία για να προσελκύσουμε περισσότερες επενδύσεις”.

Τις γεωλογικές έρευνες χρηματοδότησαν η Παγκόσμια Τράπεζα, η Αφρικανική Τράπεζα Ανάπτυξης και το Ταμείο Βόρειας Ανάπτυξης. Στα διάφορα συνέδρια ορυχείων που συγκάλεσε η Ομοσπονδία Ορυχείων και Πετρελαίων της Ουγκάντα (UCMP), επίσημοι φορείς του τομέα εξόρυξης και εμπειρογνώμονες έχουν επανειλημμένα επισημάνει ότι η έλλειψη επαρκών γεωλογικών δεδομένων για την εξερεύνηση ορυκτών αποτελεί εμπόδιο στην ανάπτυξη του τομέα.

Η κατάσταση επιδεινώνεται και από άλλες προκλήσεις όπως η απόκτηση γης και η κακές υποδομές στην ύπαιθρο όπου βρίσκονται τα κοιτάσματα. Η κυβέρνηση αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο στάδιο της αναθεώρησης της μεταλλευτικής πολιτικής, η οποία σύμφωνα με την κα Alaba “θα οδηγήσει τον τομέα σε ένα νέο καθεστώς” με στόχο την αύξηση της οικονομικής συμβολής της εξόρυξης στην οικονομία μέσω περισσότερων ιδιωτικών επενδύσεων.

Επιπλέον, θα υπάρχουν διατάξεις που θα καθορίσουν τελικά την   χειρωνακτική εξόρυξη (χρυσοθήρες) στην Ουγκάντα που θα προβλέπει τις διαδικασίες  για το πώς μπορεί να νομιμοποιηθεί. Η πολιτική της κυβέρνησης στοχεύει επίσης σε ένα μείγμα ανταγωνιστικών προσφορών και άμεσης εξυπηρέτησης στις αιτήσεις για άδειες εξερεύνησης.

Μεταξύ των συνεχιζόμενων παρεμβάσεων για την αναζωογόνηση του εξορυκτικού τομέα περιλαμβάνεται επίσης η επιτόπια έρευνα στην υπό – περιοχή Karamoja ώστε να συγκεντρωθούν αρκετά γεωλογικά δεδομένα για τα κοιτάσματα ορυκτών της περιοχής. Ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της UCMP Elly Karuhanga λέει ότι αυτό τέθηκε σαν προτεραιότητα κατά τη συνάντηση της Presidential Investors Round Table (PIRT) στο κρατικό συμβούλιο της Entebbe στις αρχές του τρέχοντος έτους.

Η PIRT, η οποία συστάθηκε το 2004, είναι ένα φόρουμ υψηλού επιπέδου υπό την προεδρία του Προέδρου που συντονίζεται από τον Πρωθυπουργό. Συγκεντρώνει επιλεγμένους ξένους και τοπικούς επενδυτές για να συμβουλεύει την κυβέρνηση σχετικά, μεταξύ άλλων, με τον τρόπο βελτίωσης του επενδυτικού κλίματος. Ο Πρόεδρος Museveni έχει επανειλημμένα επισημάνει τα σχέδια για την αναζωογόνηση του εξορυκτικού τομέα, συμπεριλαμβανομένης της διπλής απόφασης κατά της εξαγωγής ορυκτών (βολφραμίου, σιδήρου, χρυσού, κοβαλτίου, φωσφόρου, γρανίτη, αλατιού και χαλκού) σε ακατέργαστη μορφή.

Ισχυρίστηκε ότι η χώρα χάνει πολλά έσοδα από την χαμηλή προστιθέμενη αξία, ωστόσο αργότερα έκανε στροφή μετά από έντονες πιέσεις και καταγγελίες επενδυτών.

Το Αναπτυξιακό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών (UNDP) και η Ευρωπαϊκή Ένωση δημοσίευσαν πρόσφατα μια έκθεση με τίτλο: Baseline Assessment and Value Chain Analysis of Development Minerals in Uganda με λεπτομερή περιγραφή των προκλήσεων και ευκαιριών για τα Αναπτυξιακά Ορυκτά (μεταλλεύματα και υλικά που εξορύσσονται, μεταποιούνται, κατασκευάζονται και χρησιμοποιούνται εγχωρίως σε βιομηχανίες όπως η κατασκευή, η μεταποίηση, η υποδομή και η γεωργία).

Παρά τις πολλαπλές πιθανές μεταγενέστερες εφαρμογές, τα περισσότερα Αναπτυξιακά Ορυκτά μετατρέπονται σε περιορισμένο αριθμό προϊόντων ή παράγονται σε ανεπαρκείς ποσότητες, με επιπτώσεις στο εμπορικό έλλειμμα. Η εξάρτηση από τις εισαγωγές πολλών Αναπτυξιακών Ορυκτών και των προϊόντων τους αποτελούσε το 3,2% του εμπορικού ελλείμματος της Ουγκάντα ύψους 2,56 δισ. δολαρίων το 2016, αναφέρει εν μέρει η έκθεση.

Η άλλη πρόκληση, όπως εξηγεί ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Επιμελητηρίου Ορυχείων και Πετρελαίου της Ουγκάντα Elly Karuhanga, είναι έρευνες για κοιτάσματα πετρελαίου οι οποίες, με την έναρξη της παραγωγής, αναμένεται να συνεισφέρουν στα έσοδα της χώρας μεταξύ 1,5 δισ. και 2 δισ. δολάρια.

“Ωστόσο τα ορυχεία θα συνεισφέρουν πολλά περισσότερα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, διότι η χώρα είναι προικισμένη με διαφορετικούς τύπους ορυκτών. Καμία οικονομία δεν μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς χάλυβα ή τσιμέντο και έχουμε αρκετά αποθέματα χάλυβα για περισσότερο από 100 χρόνια ενώ το πετρέλαιο δεν μπορεί να διαρκέσει 100 χρόνια”, αναφέρει ο Elly Karuhanga.

Από την πλευρά του ιδιωτικού τομέα, ο κ. Karuhaga λέει ότι η Ουγκάντα έχει τη δυνατότητα να αναβιώσει ένδοξο παρελθόν της εξόρυξης μόνο εάν η κυβέρνηση αρχίσει να άρει τα εμπόδια όπως η γραφειοκρατία που αντιμετωπίζει κάθε επενδυτής.

Η έκθεση Global Witness που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Ιούνιο με τίτλο: “UGANDA: UNDERMINED, πώς η διαφθορά, η κακοδιαχείριση και η πολιτική επιρροή υπονομεύουν τις επενδύσεις στον τομέα εξόρυξης της Ουγκάντας απειλώντας ανθρώπους και περιβάλλον”, αναδείκνυε εξέχοντα ονόματα της κυβέρνησης που βρίσκονται στο επίκεντρο του χάσματος του εξορυκτικού τομέα της Ουγκάντα.

Η έκθεση καταγγέλλει ότι ο Πρόεδρος Museveni ότι επηρεάζει την ανάθεση των συμβάσεων του εξορυκτικού τομέα επιλέγοντας τους επενδυτές. Οι συγκεκριμένοι επενδυτές, ανέφερε η έκθεση, σε μερικές περιπτώσεις είναι ανύπαρκτοι, αποφεύγουν τους φόρους και καταπατούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και το περιβάλλον.

Συνολικές επενδύσεις στη μεταλλευτική βιομηχανία: 3 τρισ. Shs. Αριθμός αδειών εξόρυξης που εκδόθηκαν από το 2017: 818. Συνεισφορά του εξορυκτικού τομέα στην οικονομία: 1% από το 30% της δεκαετίας 1950 – 1960.

By Frederic Musisi

Πηγή: www.monitor.co.ug