Πράσινος θεσσαλικός λίθος: Γέννηµα της φύσης, πόνηµα του ανθρώπου

Eltrak - Cat banner ad

Γεννήθηκε στην πανάρχαια θάλασσα της Τηθύος και από τον 1ο αιώνα µ.Χ. η µοναδικότητά του τον κατέστησε ένα από τα πιο περιζήτητα δοµικά υλικά για οικοδοµήµατα που έµελλε να γίνουν τα µνηµεία της παγκόσµιας πολιτιστικής κληρονοµιάς. Γέννηµα της φύσης, πόνηµα του ανθρώπου.

Ο πράσινος θεσσαλικός λίθος σηµάδεψε τις ζωές εκατοντάδων ανθρώπων που από την αρχαιότητα µέχρι και τη σύγχρονη εποχή εργάστηκαν στην εξόρυξή του. Μέσα στον έρηµο χώρο των λατοµείων Χασάµπαλης θα ακούσει κανείς σήµερα τις φωνές των λατόµων, τους χτύπους των εργαλείων πάνω στο µάρµαρο και ύµνους από την Αγ. Σοφία της Κωνσταντινούπολης και τη Βασιλική του Αγ. Πέτρου στο Βατικανό.

Stonetech banner ad
Stonetech banner ad

Ο Ιωάννης Τσιµπούκης πέρασε τη µισή του ζωή στα λατοµεία. Ένα από αυτά ήταν και το λατοµείο της Χασάµπαλης, όπου εργάστηκε µέχρι το 1995. Ο µπαρµπα-Γιάννης, όπως τον φώναζαν όλοι όλοι, πρόλαβε να αφηγηθεί στον Βασίλη Μέλφο, επίκουρο καθηγητή του ΑΠΘ, το πώς περνούσαν οι µέρες στη Χασάµπαλη. «Η δουλειά µας ήταν πολύ σκληρή και επικίνδυνη. Τα πρώτα χρόνια δουλεύαµε από το πρωί µέχρι το βράδυ, 15 ώρες. Το 1956 που το ορυχείο άλλαξε ιδιοκτήτη, το ωράριο έγινε 7:30 π.µ. µε 4 µ.µ. Έπρεπε να προσέχεις πολύ. Ο θάνατος παραµόνευε παντού! Είχαµε πολλά ατυχήµατα κάθε λίγο και λιγάκι. Κι αν σου τύχαινε ή θα σε σακάτευε ή θα σε σκότωνε! Να, το 1969 έπεσε πάνω στον αδελφό µου, τον ∆ηµήτρη, ένας ογκόλιθος, θα ήταν µισός τόνος. Τον σακάτεψε βέβαια αλλά έζησε. Του έσπασε µόνο τα πλευρά και το πόδι. Από τότε έµεινε ανάπηρος. Μετά θυµάµαι το 1975, τον ∆ηµήτρη Σαϊτάνη και τον Στέλιο Μπαλαµώτη που έκοβαν σε πιστόλα ένα βράχο. Ξαφνικά ο βράχος ανοίγει και τους παίρνει από κάτω. Ο Σαϊτάνης σκοτώθηκε και ο Μπαλαµώτης έµεινε ανάπηρο»

Η περίοδος στην οποία αναφέρεται ο Ιωάννης Τσιµπούκης είναι εκείνη κατά την οποία σηµειώθηκε η αποκατάσταση της ταυτότητας του ελληνικού πετρώµατος, που µέχρι τότε θεωρούνταν ιταλικό. Είναι η περίοδος της πιο πρόσφατης χρήσης από το 1896 έως το 1985, όταν τα λατοµεία της Χασάµπαλης λειτούργησαν ξανά µε τη χρηµατοδότηση αγγλικών, ιταλικών και ελληνικών εταιρειών. Βέβαια, όπως σηµειώνει ο Β. Μέλφος στο βιβλίο του «Ο Πράσινος Θεσσαλικός Λίθος και τα Λατοµεία της Χασαµπάλης», η διάνοιξη των νέων λατοµείων είχε σαν αποτέλεσµα να καταστραφεί σηµαντικό τµήµα των παλαιών εξορύξεων

Αλλά ας πάρουµε την ιστορία από την αρχή… O oφιτοασβεστίτης, που εξορυσσόταν από την περιοχή της Χασάµπαλης, 12 χιλιόµετρα νοτιοανατολικά της Λάρισας στο ∆ήµο Νέσσωνος, ως πέτρωµα σχηµατίστηκε πριν 150-200 εκατοµµύρια χρόνια, στο βυθό της θάλασσας της Τηθύος. Η πρώτη του χρήση ιστορικά τοποθετείται στον 1ο µ.Χ. αιώνα ενώ καθιερώνεται ως δοµικός λίθος τη Ρωµαϊκή περίοδο και γίνεται πια περιζήτητος στα χρόνια του Βυζαντίου, όπου χρησιµοποιείται στις πιο πολυτελείς κατασκευές της αυτοκρατορίας

Αν και καθαρά ελληνικό πέτρωµα, εντούτοις  η εκµετάλλευση του Πράσινου Θεσσαλικού Λίθου από Ιταλούς εµπόρους ουσιαστικά άλλαξε και την ταυτότητά του, καθώς στα πρώτα χρόνια της Αναγέννησης ονοµάστηκε «Verde Αntico» που σηµαίνει «αρχαίο πράσινο» και διακινήθηκε ως ιταλικό µάρµαρο

Αξίζει να σηµειωθεί ότι σύµφωνα µε το διάταγµα «περί τιµών» του αυτοκράτορα ∆ιοκλητιανού, το 301 µ.Χ. ο χασαµπαλιώτικος λίθος καταλάµβανε την 5η θέση ανάµεσα στα ακριβότερα διακοσµητικά πετρώµατα από διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας. Για τον λόγο αυτό απευθυνόταν κυρίως σε άτοµα της ανώτερης κοινωνικής τάξης

Στα µνηµεία όλου του κόσµου

Είναι συναρπαστικό το γεγονός ότι η συγκεκριµένη πρώτη ύλη εντοπίζεται στη διακόσµηση µερικών από τα µεγαλύτερα αρχιτεκτονικά αριστουργήµατα του κόσµου.  Η Αγ. Σοφία της Κωνσταντινούπολης, ο Άγ. Μάρκος της Βενετίας, ο Άγ. ∆ηµήτριος της Θεσσαλονίκης, η Cappella Sistina της Ρώµης, η Βασιλική του Αγ. Πέτρου στο Βατικανό αποτελούν µερικά µόνο από τα οικοδοµήµατα που έντυσε ως Verde Antico.

Η ιδιαίτερα σκληρή υφή του πετρώµατος και οι καλές φυσικοµηχανικές ιδιότητές του, αλλά και η εντυπωσιακή µορφή του, το έκαναν κατάλληλο για την κατασκευή µονολιθικών κιόνων και εσωτερικών επενδύσεων σε ναούς, λουτρά, ανάκτορα κ.ά.  Ήταν όµως τόσο ακριβός, ώστε να χρησιµοποιείται κυρίως για την οικοδόµηση πολυτελών κτιρίων αυτοκρατόρων, αρχόντων, ευγενών και γενικά εύπορων πολιτών.

Νέα εποχή, νέα ταυτότητα

Τα ονοµαστά λατοµεία ανακαλύφθηκαν εκ νέου το 1889 από τον γεωλόγο και αρχαιολόγο William Brindley, ο οποίος κατά την επίσκεψή του στην Κωνσταντινούπολη το 1886 ανακάλυψε ότι το 75% των πετρωµάτων που διακοσµούσαν τα πρωτοχριστιανικά, βυζαντινά και οθωµανικά µνηµεία ήταν από πράσινο οφιτοασβεστίτη. Όταν κατάλαβε ότι επρόκειτο για τον περίφηµο «Πράσινο Θεσσαλικό Λίθο» τον αναζήτησε στον τόπο προέλευσής του και το 1892 ολοκλήρωσε τις διαπραγµατεύσεις µε το Ελληνικό κράτος, ώστε να περιέλθουν τα λατοµεία στην κατοχή του. Το 1896 ίδρυσε την εταιρεία βρετανικών συµφερόντων «Verde Antico Marble Company Ltd» µε κεφάλαιο 20.000 στερλίνες Αγγλίας και έδρα το Λονδίνο. Την εταιρεία αυτή αντικατέστησαν το 1912 άλλες ιταλικών και βρετανικών συµφερόντων ενώ το 1969 η «Grecian Marbles Ltd» αγόρασε τα λατοµεία το 1969 και µέχρι σήµερα της ανήκουν. Σε αυτό το διάστηµα µέσα στον 19ο και 20ο αιώνα ο οφιτοασβεστίτης χρησιµοποιήθηκε στη διακόσµηση πολυτελών κτιρίων στη Ρωσία, στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στη Μ. Βρετανία και αλλού

Ο Ιωάννης Τσιµπούκης βίωσε µεγάλο µέρος αυτής της περιόδου. Τα βιώµατά του τα µοιράστηκε µε τον κ. Μέλφο και αφορούσαν κυρίως τις µεθόδους εξόρυξης και τον τρόπο δουλειάς στα λατοµεία της Χασάµπαλης: «∆ιαλέγαµε πρώτα των ογκόλιθο που θα κόβαµε ανάλογα µε τα νερά του. Μετά παίρναµε το ατσαλόσυρµα, χοντρό περίπου 2 εκ., και κόβαµε στο πίσω µέρος των όγκων για να τους ξεκόβουµε από το κύριο πέτρωµα. Στη συνέχεια ψάχναµε να βρούµε αν υπήρχαν σπασίµατα ή ρωγµές και λαξεύαµε την πέτρα µε το καλέµι, για να την κόψουµε από τη βάση. Έτσι φτιάχναµε εσοχές στο πετρωµα, περίπου 10-30 εκ. µήκος. Μέσα σε αυτές µπήγαµε σιδερένιες σφήνες που τις στερεώναµε καλά µε κοµµάτια από σίδερο. Μετά, 3-4 εργάτες µαζί, πέρναµε τις βαριές, που ζύγιζανε περίπου 25 κιλά και κοπανάγαµε µέχρι να κοπεί ο λίθος από το µητρικό πέτρωµα. ∆ουλεύαµε τη σµύριδα Νάξου µε νερό, για να κόβεται πιο εύκολα το πέτρωµα. Με τον τρόπο αυτό για να κόψουµε ένα µεγάλο κοµµάτι, ας πούµε 50x10x20 κυβικά µέτρα, µας έπαιρνε ένα µήνα.

Το 1970 αρχίσαµε να δουλεύουµε µε µπαρούτι και φουρνέλα και αυτό τα άλλαξε όλα. Πάνε οι βαριές, οι σφήνες και το ατσαλόσυρµα! Ο τρόπος µεταφοράς των όγκων ήταν ίδιος µε εκείνον των αρχαίων Ελλήνων. ∆ηλαδή τοποθετούσαν τον λίθο πάνω στα κατρακύλια και µε τη βοήθεια σχοινιών των κυλούσαν µέχρι το σηµείο φόρτωσης, δηλαδή τη ράµπα. Το 1975 χρησιµοποιήθηκαν για πρώτη φορά γερανοί και οι εργάτες δεν ήταν πια εκτεθειµένοι σε τόσους κινδύνους», σύµφωνα µε όσα αφηγήθηκε ο Ι. Τσιµπούκης.

Κείμενο Μαρία Χατζηδιονυσίου