Ο ρόλος της εξορυκτικής βιομηχανίας για την ανάπτυξη του τουριστικού κλάδου

Eltrak - Cat banner ad

Του Β. Γ. Δεληγιώργη, Υπ. Διδάκτωρ στο Πολυτεχνείο Κρήτης

Την τρέχουσα περίοδο διαταράσσονται οι παγκόσμιες αλυσίδες αξίας από μία κλιμακούμενη αλληλουχία γεγονότων η οποία υποδεικνύει μία παρατεταμένη περίοδο μετάβασης. Τα κυριότερα από αυτά είναι τα περιοριστικά μέτρα εξ’ αιτίας του κορονοϊού, η προσάραξη του πλοίου στη διώρυγα του Σουέζ, οι περιορισμοί στις εισαγωγές της Κίνας όσον αφορά την προμήθεια ορυκτών πρώτων υλών με προέλευση κυρίως από την Αυστραλία και η εξελισσόμενη σύρραξη στην Ουκρανία.

Stonetech banner ad
Stonetech banner ad

Σε αυτήν την μεταβατική περίοδο, οι τιμές καυσίμων θα είναι έντονα μεταβαλλόμενες και θα κυμαίνονται σε υψηλότερα επίπεδα από αυτά της προηγούμενης δεκαετίας. Καθώς το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο αποτελούν προϊόντα με χρηματιστηριακά καθοριζόμενη τιμή, η εγχώρια ή η εθνική παραγωγή τους αν και επιτακτική δεν θα έχει μετρήσιμη επίδραση στην εγχώρια τιμή των καυσίμων. Αποτέλεσμα των παραπάνω είναι ότι η μεταφορά πρώτων υλών σε μεγάλες αποστάσεις θα παραμείνει εξαιρετικά δαπανηρή στο ορατό μέλλον.

Βιομηχανίες όπως οι τσιμεντοβιομηχανίες στις οποίες διακινούνται μεγάλες ποσότητες υλικών χαμηλής αξίας όπως ο ασβεστόλιθος, η γύψος, ο βωξίτης και η ιπτάμενη τέφρα θα πληγούν σε μεγάλο βαθμό. Παρόμοιο πρόβλημα αντιμετωπίζει και ο κλάδος εξόρυξης μαρμάρου ιδιαίτερα στην ευρύτερη περιοχή της Καβάλας εξαιτίας της μεγάλης έντασης και έκτασης της εξορυκτικής δραστηριότητας αλλά και διότι το 90-95% του εξορυσσόμενου όγκου των μαρμάρων στην πλειοψηφία του απορρίπτεται. Από τη μεριά των καταναλωτών τέτοιων προϊόντων ο κατασκευαστικός κλάδος αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα στην παράδοση των δημόσιων έργων λόγω της αύξησης των τιμών των πρώτων υλών.

Σημαντική συνεισφορά στη διαμόρφωση του κόστους παραγωγής του τσιμέντου έχουν δύο «απόβλητα» της καύσης του άνθρακα σε ατμοηλεκτρικούς σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Το ένα είναι η γύψος η οποία παράγεται κατά την αποθείωση των καυσαερίων και το άλλο η ιπτάμενη τέφρα η οποία διαχωρίζεται από τα καυσαέρια. Αναλυτικότερα, όσον αφορά την ιπτάμενη τέφρα αυτή μειώνει το κόστος παραγωγής του τσιμέντου καθότι αφενός μεν, αποτελεί δύσκολα διαχειρίσιμο απόβλητο το οποίο παραχωρούνταν δωρεάν. Αφετέρου δε, μειώνει το ανθρακικό αποτύπωμα του τσιμέντου καθώς έχει πραγματοποιηθεί η έψηση του υλικού κατά την καύση του λιγνίτη. Επιπρόσθετα, το κόστος αυτής της διεργασίας έχει επωμιστεί ο παραγωγός της. Πανευρωπαϊκά, οι λιγνιτικοί σταθμοί μπαίνουν σε καθεστώς εφεδρείας με αποτέλεσμα να περιορίζεται η παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων τέτοιων προϊόντων και να διαταράσσονται οι τοπικές αλυσίδες αξίας που είχαν δημιουργηθεί.

Η αύξηση των μεταφορικών δαπανών και η αποανάπτυξη των τοπικών οικονομιών κλίμακας, ειδικά σε περίπτωση που επιταχυνθεί, επιτείνει την ανάγκη μείωσης του κόστους παραγωγής των πρώτων υλών. Αυτό είναι αναγκαίο ώστε να μην μειωθεί η ανταγωνιστικότητα των τελικών καταναλωτών (ιδιωτών, εργολάβων κτλ.) εξαιτίας των ακριβών προϊόντων όπως τσιμέντο, γυψοσανίδες, χαλίκι κτλ.. Η μείωση του κόστους παραγωγής θα μπορούσε να επιτευχθεί με την ανάπτυξη ορυχείων πλησιέστερα σε άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Στην εξεταζόμενη περίπτωση της τουριστικής δραστηριότητας δύο είναι τα χρήσιμα «προϊόντα» της εξόρυξης. Οι δομικές πρώτες ύλες όπως αναλύθηκε καθώς επίσης, τα ίδια τα εν λειτουργία ή αργούντα, ορυχεία είτε ως αξιοθέατα είτε ως τουριστικές υποδομές.

Στην πλειοψηφία των Ευρωπαϊκών κρατών αξιοποιούνται ως χώροι αναψυχής, με μεγάλη επισκεψιμότητα, ορυχεία των οποίων τα αποθέματα έχουν εξαντληθεί. Στην Ελλάδα τέτοιοι χώροι εκτός από τις δραστηριότητες αναψυχής μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ξεναγήσεις με ιστορικό και εκπαιδευτικό περιεχόμενο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα αρχαία λατομεία μαρμάρου στην Πεντέλη από τα οποία εξάχθηκαν οι δομικοί λίθοι του Παρθενώνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι για αυτόν τον αρχαιολογικό χώρο, σε περίοδο χαμηλών θερμοκρασιών τον χειμώνα και παρά το γεγονός ότι δεν είναι οργανωμένος, υπάρχει ενδιαφέρον από σημαντικό αριθμό τουριστών.

Στην αρχαιότητα ορισμένες εξορυκτικές δραστηριότητες αλλά και οι αποκατεστημένοι χώροι ήταν στοιχείο της καθημερινότητας των πολιτών. Ένα από αυτά τα πολλά παραδείγματα είναι η αρχαία πόλη Φαλάσαρνα στον νομό Χανίων. Αυτή η παραθαλάσσια πόλη αποτελούσε ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο κατά την ελληνιστική περίοδο. Τα δομικά υλικά για την κατασκευή της πόλης και του λιμανιού της είχαν εξορυχθεί μερικές δεκάδες μέτρα έξω από αυτήν προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί το μεταφορικό «κόστος» των υλικών. Επίσης, τα αρχαία ορυχεία τοποθετούνταν πάνω στη βραχώδη ακτή ώστε μετά την εξόρυξη να δημιουργηθούν δεξαμενές για τη μακροχρόνια αποθήκευση των ζωντανών αλιευμάτων. Σύμφωνα με αυτό το παραγωγικό υπόδειγμα οι υποδομές αυτές «παραδίδονταν» σταδιακά ανάλογα με τις οικιστικές ανάγκες με αποτέλεσμα η διαχείρισή τους να μην αποτελεί βάρος αλλά, παραγωγικό πλεονέκτημα μίας ακμάζουσας οικονομίας.

Η μίμηση των βιώσιμων πρακτικών που εφαρμόζονταν προγενέστερα σε συνδυασμό με τη χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας μπορεί να υποστηρίξει τον τουριστικό κλάδο σήμερα. Η εξορυκτική δραστηριότητα συναντάται καθημερινά ακόμα και μέσα στον αστικό ιστό παρόλο που δεν γίνεται αντιληπτό από το ευρύ κοινό. Έργα μεγάλης έκτασης και σχετικά μεγάλης χρονικής διάρκειας είναι τα υπόγεια έργα για την κατασκευή του υπόγειου σιδηρόδρομου. Επίσης, μικρότερης διάρκειας και έκτασης έργα είναι οι εκσκαφές για τη θεμελίωση των κατοικιών. Εξόρυξη, όχι φυσικού αλλά σύνθετου υλικού, είναι η αφαίρεση του ασφαλτοτάπητα η οποία πραγματοποιείται και εντός της πόλης. Τα έργα αυτά δεν δημιουργούν έντονες αντιδράσεις παρά το γεγονός ότι αποτελούν εξορυκτική δραστηριότητα και πολλές φορές έντονη. Αυτό συμβαίνει καθώς αφενός, υπάρχει σημαντική κοινή ωφέλεια αφετέρου, η εξόρυξη των υλικών πραγματοποιείται με μηχανικά μέσα, δηλαδή, χωρίς τη χρήση εκρηκτικών.

Ενώ λοιπόν υπάρχουν οικονομικά βιώσιμες λύσεις για την αξιοποίηση των χώρων οι οποίοι παραμένουν μετά από μία εξορυκτική δραστηριότητα και αυτή η δραστηριότητα είναι κοινωνικά αποδεκτή αν, υπάρχουν μεσοπρόθεσμα ορατά αποτελέσματα στην τοπική κοινωνία, συνέργειες μεταξύ κοινωνιών και εταιρειών δεν αναπτύσσονται.

Η βασική πρόκληση για την ανάπτυξη τέτοιων συνεργειών είναι η προσαρμογή των εξορυκτικών εταιρειών. Το σύνολο των εξορυκτικών εταιρειών προγραμματίζει την αποκατάσταση και την παράδοση των υποδομών-χώρων αυτών μετά το πέρας της εκμετάλλευσης. Προκειμένου οι αναγκαίες υποδομές να παραδίδονται σε σύντομο χρονικό διάστημα προς χρήση στις τοπικές κοινωνίες δηλαδή, πριν την ολοκλήρωση της εκμετάλλευσης, απαιτείται η τροποποίηση του προγράμματος εκμετάλλευσης. Για την οικονομική βιωσιμότητα ενός τέτοιου εγχειρήματος είναι αναγκαία η ανάπτυξη ενός συστήματος χρηματοδότησης το οποίο θα αντλεί κεφάλαια από τις τελικές χρήσεις αυτών των χώρων.

Κάτι τέτοιο φαντάζει αδύνατο, ωστόσο, η βεβαιότητα που διασφάλιζαν οι πολύ χαμηλές και δεδομένες τιμές των καυσίμων παύει να ισχύει. Συνακόλουθα, περιορίζεται η δυνατότητα μεταφοράς των δραστηριοτήτων σε περιοχές όπου δεν θα προκύψει κάποια διένεξη κάτι το οποίο αποτρέπει τη διάνοιξη και λειτουργία των ορυχείων. Συνεπώς, είναι επιτακτικό να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις μέσα από ένα καθεστώς συνεργειών στο οποίο η κοινωνία θα έχει μεγαλύτερη συμμετοχή στις τελικές χρήσεις των ορυχείων και το οποίο θα βασίζεται στις νέες κοινωνικές και οικονομικές ανάγκες. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να ενισχυθεί ο εγχώριος τουριστικός κλάδος και οι επιπτώσεις της μετάβασης να είναι ήπιες.

*Το κείμενο αυτό αποτελεί μία προσπάθεια ευαισθητοποίησης του κοινού για τη βιώσιμη αξιοποίηση των ορυκτών πόρων. Μία συνοπτική περιγραφή αυτού του θέματος παρουσιάστηκε σε Forum το οποίο αφορούσε τη δημιουργία μίας ενοποιημένης δομής των Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων. Περισσότερες πληροφορίες για αυτή τη δομή και το αντικείμενο των σπουδών του μελλοντικού Πανεπιστημίου υπάρχουν στο Manifesto για το μέλλον των Πανεπιστημίων στην Ευρώπη. Το Manifesto μπορεί να υπογραφεί μέχρι τις 31 Αυγούστου από όλα τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας.