Η νεώτερη ιστορία της ελληνικής μεταλλείας

Εκμετάλλευση του ελληνικού βωξίτη τη δεκαετία του '80
Eltrak banner ad
Του Πέτρου Τζεφέρη

Στα νεώτερα χρόνια, μετά την απελευθέρωση της χώρας από τον τουρκικό ζυγό, ως τη σύνταξη του νόμου «Περί μεταλλείων» το 1861, δεν παρουσιάζεται καμία σοβαρή προσπάθεια εκμεταλλεύσεως του μεταλλευτικού πλούτου της χώρας. Για την εκμετάλλευση των μεταλλείων Λαυρίου δεν γίνεται καμία αναφορά ως το 1860. Στις 22 Αυγούστου 1861 υπογράφτηκε εν ονόματι του βασιλέως, ο πρώτος νόμος «Περί μεταλλείων ορυχείων και λατομείων»[1].

Ο νόμος αυτός, ανεξάρτητα από μεταγενέστερες τροποποιήσεις ή βελτιώσεις, αποτελεί σταθμό στη μεταλλευτική και οικονομική ανάπτυξη της χώρας διότι διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις για το άνοιγμα πολλών μεταλλείων και την επαναλειτουργία του Λαυρίου και την ανάπτυξη μεταλλουργικών μονάδων.
Το Λαύριο της περίοδο της μεγάλης απεργίας του 1896.
Το ταφικό μνημείο του Α. Κορδέλλα.

Σύντομα οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές: Ηδη από το 1863 βρίσκεται στο Λαύριο ο Ιωάννης Σερπιέρης ως εκπρόσωπος γαλλικών κεφαλαίων και προσπαθεί να εγκαταστήσει εργοστάσιο μεταλλουργίας στη περιοχή. Το 1864 ιδρύεται το πρώτο μεταλλουργικό εργοστάσιο με την επωνυμία Ιλαρίων Roux και Σία. Το 1873-74 δημιουργείται η ελληνική Εταιρία Μεταλλείων Λαυρίου και το 1876 η Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου (ΓΕΜΛ), αλλά και η «Γαλλική Εταιρία των Μεταλλείων Σουνίου», που ιδρύθηκε στα 1875.

Stonetech banner ad
Stonetech banner ad

Το 1880 γεννιέται η εταιρεία “Σέριφος-Σπηλιαζέζα” (1880-1904) που αναλαμβάνει εργασίες στη Σέριφο. Τέλος η εταιρεία «Σίφνος – Εύβοια» που ξεκίνησε να λειτουργεί το 1882 και αγόρασε και τα μεταλλεία Μήλου.Την περίοδο αυτή λαμβάνει χώρα πληθώρα αιτήσεων για παραχωρήσεις σε όλη την τότε επικράτεια: Αττική, Πελοπόννησος, Στερεά, Επτάνησα και Κυκλάδες.
Σύμφωνα με την εφημερίδα ‘Αιών’(14/ 3/1874), «το άρτι συσταθέν Περί Μεταλλείων Συμβούλιον» υπέγραψε πάνω από 352 παραχωρήσεις, ενώ μόνο το 1873 πραγματοποιήθηκε ρεκόρ παραχωρήσεων[1].

Ταφικό μνημείο της οικογένειας
Ιωάννου Βαπτιστή Σερπιέρη.

Οι περισσότερες βέβαια από τις μεταλλευτικές εταιρείες που ιδρύθηκαν μετά τον ανωτέρω νόμο ήταν μικρές, διάσπαρτες και τελικά βραχύβιες, ενώ οι παραχωρήσεις που δόθηκαν μέσα σε αυτά τα χρόνια, εξέπεσαν, δηλαδή καταργήθηκαν με Β.Δ. γιατί δεν απέδωσαν (παρά μόνο το 10% περίπου) μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα όπως όριζε ο νόμος. Ως προς τους μεταλλευτικές περιοχές, δύο ήταν που η διάρκειά τους, η αποδοτικότητά τους και η παραγωγικότητά τους κράτησαν για αρκετά χρόνια και αποτέλεσαν το επίκεντρο συζητήσεων, ανταγωνισμού, αντιπαλότητας και πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής διαμάχης. Το Λαύριο και η Σέριφος, ενώ σε μικρότερο βαθμό αναπτύχθηκαν τα ανθρακωρυχεία Κύμης και τα μικρότερα, αλλά σημαντικότατα, ορυχεία του Αιγαίου.

Το 1880 γεννιέται η εταιρεία “Σέριφος-Σπηλιαζέζα” (1880-1904) που αναλαμβάνει εργασίες στη Σέριφο.

Το 1911 κυκλοφόρησε μια εργασία του Επιθεωρητού Μεταλλείων H. Γούναρη με τίτλο «Η Εκμετάλλευσις των Μεταλλείων της Ελλάδος κατά το 1910». Μια εμπεριστατωμένη έκθεση για τα μεταλλεία, που δυστυχώς δεν επαναλήφθηκε σε αυτή την έκταση και πληρότητα. Το 1946 και 1947, ο ίδιος καθηγητής του ΕΜΠ τότε, δημοσίευσε σε 4 άρθρα στη Βιομηχανική Επιθεώρηση για τον εθνικό μας πλούτο με τον τίτλο, «τα μεταλλεία της Ελλάδος» [2].

Ο νόμος ΓΦΚΔ/1910 (Περί µεταλλείων, ΦΕΚ 11/Α/13-1-1910) απετέλεσε επίσης  τομή στην αξιοποίηση του ορυκτού δυναμικού της νεώτερης Ελλάδας. Ωστόσο, άρχισε να εφαρμόζεται και να αποδίδει θετικά αποτελέσματα 20 και πλέον έτη από τη θέσπισή του, δηλαδή μετά το έτος 1930, αφού στα 20 αυτά έτη έπρεπε να προηγηθεί η εξέταση, η κρισιολόγηση και η εκκαθάριση 2230 αιτήσεων χορήγησης Αδειών Μεταλλείων, που είχαν υποβληθεί υπό το καθεστώς της προϋφιστάμενης νομοθεσίας.

Συνολικά δηλαδή και συμπερασματικά 100 έτη περίπου από την αποτίναξη του Τουρκικού Ζυγού πήγαν σε μεγάλο βαθμό αναξιοποίητα για τον ορυκτό πλούτο της χώρας μας, όταν στις χώρες της Ευρώπης συντελούνταν κοσμογονία στην αξιοποίηση του ορυκτού δυναμικού τους και βρισκόταν εκεί σε πλήρη εξέλιξη η Βιομηχανική επανάσταση.

Αντίθετα, στη χώρα μας άρχισε ουσιαστικά να αποδίδει καρπούς, το 1955, αφού μεσολάβησαν ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο εμφύλιος σπαραγμός που εξουθένωσαν αυτή τη χώρα περισσότερο από κάθε άλλη χώρα της Ευρώπης.

Η πιο πρόσφατη περίοδος αρχίζει με την απελευθέρωση από τη γερμανική κατοχή και μέχρι το 1980, κρίνεται δε πολύ σημαντική στη νεότερη μεταλλευτική πορεία της χώρας Πολλοί επιστήμονες και τεχνικοί είχαν οραματισθεί την απελευθέρωση σε συνδυασμό με την οικονομική ανόρθωση τής χώρας μας, και σκέφτηκαν την αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και ιδιαίτερα τού ορυκτού πλούτου, πού όπως είχαν δείξει μελέτες τα τελευταία χρόνια ήταν σημαντικός. Ενδεικτικά αναφέρονται το σχέδιο Marshall και η UNRRA (United Nations Relief and Rehabilitation Administration), που το αρμόδιο κλιμάκιό της για την ελληνική μεταλλεία πείσθηκε για την μεταλλοφορία του ελλαδικού χώρου. Συνέστησε μάλιστα, τη συστηματική οργανωμένη έρευνα και κυκλοφόρησε σε βιβλίο τη μελέτη «Ο ορυκτός πλούτος της Ελλάδος»[3].

Μαντούδι Ευβοίας, ένα μεταλλευτικό κέντρο σύμβολο για την μεταλλευτική δραστηριότητα του τόπου μας για πολλές δεκαετίες ώσπου να καταρρεύσει οικονομικά και να οδηγήσει στην ανεργία και στην εσωτερική μετανάστευση.

Η κρατική πολιτική στον τομέα της έρευνας ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη. Εντούτοις, η πρωτοβουλία που επέδειξαν τότε οι μεγάλες μεταλλευτικές επιχειρήσεις στην έρευνα και στον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεών τους, ήταν πράγματι αξιέπαινη. Πρόκειται κυρίως για τις μεταλλευτικές επιχειρήσεις Μποδοσάκη, Σκαλιστήρη, Ηλιόπουλου, Μπάρλου και τις επιχειρήσεις λευκολίθου.

Το 1952 ιδρύθηκε το «Ινστιτούτο Γεωλογίας και Ερευνών Υπεδάφους» (Ι.Γ.Ε.Υ) η ίδρυση του οποίου ήταν μια ανάγκη για τη χώρα και με τον τρόπο αυτό άρχισε η συστηματική μελέτη της γεωλογίας και γενικότερα του ορυκτού δυναμικού της (μετεξελίχθηκε στο σημερινό Ι.Γ.Μ.Ε. Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών που ιδρύθηκε με τον Ν.272/76). Στο μεταξύ είχε ιδρυθεί το 1946 στο Ε.Μ. Πολυτεχνείο και το Τμήμα Μηχανικών Μεταλλειολόγων – Μεταλλουργών, που κάλυψε αργότερα τις ανάγκες της χώρας σε μηχανικούς μεταλλείων και μεταλλουργούς μηχανικούς. Το 1952, στο Στρατώνι Χαλκιδικής, άρχισε να λειτουργεί το πρώτο εργοστάσιο εμπλουτισμού μεταλλευμάτων. Έτσι το 1953 αξιοποιήθηκαν και τα φτωχά μικτά θειούχα μεταλλεύματα της ανατολικής Χαλκιδικής, από τα οποία παράγονται τα συμπυκνώματα σφαλερίτη και γαληνίτη, που εξάγονται στο εξωτερικό. Παράλληλα, άρχισε να λειτουργεί και το θερμικό εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής του Αλιβερίου, με ισχύ 80.000 KW. Το 1959 ιδρύεται η εταιρία «Ελληνικοί Λευκόλιθοι Ανώνυμος Μεταλλευτική Βιομηχανική, Ναυτιλιακή και Εμπορική Εταιρία», με αξιόλογη στη συνέχεια δραστηριότητα στην αξιοποίηση των μεταλλευμάτων λευκολίθου του μεταλλείου Γερακινής Χαλκιδικής.Ενδεικτικά, το 1960 οι πωλήσεις μεταλλευμάτων στο εξωτερικό απέφεραν 572 περίπου εκατ. δρχ. με ιδιαίτερη έμφαση στις εξαγωγές βωξίτη, βαριτίνης και σιδηρομεταλλευμάτων.

Χρήση ανφιονιέρας στην εξόρυξη βωζίτη, 1986

Μετά το 1960, η παραγωγή μεταλλευμάτων και ορυκτών αυξάνει με γοργό ρυθμό και τα προϊόντα της εξάγονται πλέον μεταποιημένα στις αγορές του εξωτερικού. Έτσι, στη χώρα εισέρχεται περισσότερο συνάλλαγμα χαρακτηρίζοντας τον μεταλλευτικό τομέα ως πρώτο εξαγωγικό τομέα της χώρας (από το 1969 ξεπέρασε τον καπνό).Παράλληλα, οι επενδύσεις κεφαλαίων για τον εκσυγχρονισμό των μεταλλευτικών εγκαταστάσεων αυξάνονται τάχιστα ενώ παράλληλα αρχίζουν να παίρνονται αποφασιστικά μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος. Η επιστημονική και η τεχνική κατάρτιση του προσωπικού, που απασχολείται στις μεταλλευτικές και τις μεταλλουργικές επιχειρήσεις, βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα και δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτε τους ξένους.

Το 1961 ιδρύεται η εταιρία «Αλουμίνιον της Ελλάδος Α.Ε.Β.Ε.» η οποία καθετοποιεί τον ελληνικό βωξίτη παράγοντας αλουμίνα και αλουμίνιο. Το 1963 η «Α.Ε.Ε.Χ.Π. και Λιπασμάτων» ιδρύει ανεξάρτητο φορέα για την εκμετάλλευση και τη μεταλλουργική επεξεργασία των νικελιούχων μεταλλευμάτων στη Λάρυμνα και στην Εύβοια. Είναι η γνωστή «ΛΑΡΚΟ», που με αλματώδη ρυθμό ανέπτυξε μεταλλευτική και μεταλλουργική δραστηριότητα κι αξιοποίησε τους φτωχούς σε περιεκτικότητα νικελίου λατερίτες, με ελληνική τεχνολογία, παράγοντας απ΄ αυτούς σιδηρονικέλιο (Fe-Ni). Από τον Δεκέμβριο του 1975 η ΛΙΠΤΟΛ, που εκμεταλλευόταν τα μεγάλα λιγνιτωρυχεία Πτολεμαίδας, συγχωνεύτηκε με την ΔΕΗ που εκμεταλλευόταν τα λιγνιτωρυχεία της Μεγαλουπόλεως και του Αλιβερίου, ενώ προς το τέλος της δεκαετίας του 70, η ΔΕΗ αρχίζει να αξιοποιεί και τα μεγάλα κοιτάσματα λιγνίτη της περιοχής Αμυνταίου. Το 1973 και το 1976 αναπροσαρμόζεται η μεταλλευτική νομοθεσία και το 1977 η λατομική. Η νομοθεσία αυτή για τα λατομικά ορυκτά θα παραμείνει σε ισχύ μέχρι τις αρχές του 2018[4].

Από το 1980 και μετά, οι δυσμενείς συγκυρίες στις διεθνείς αγορές μεταλλευμάτων κυρίως αλλά και οι ανακατατάξεις που σημειώθηκαν σ΄ αυτές, οδήγησαν μία σειρά από μεταλλευτικές και μεταλλουργικές επιχειρήσεις σε μαρασμό, στην υπαγωγή τους στην κατηγορία των προβληματικών επιχειρήσεων και ορισμένες από αυτές σε κλείσιμο.Σημαντική εξέλιξη που δημιούργησε θεμελιώδεις ανακατατάξεις σ΄ όλους τους τομείς της εθνικής οικονομίας και φυσικά επηρέασε και την ελλαδική μεταλλεία ήταν η πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή κοινότητα.Την ίδια δεκαετία γίνεται φανερή η αύξηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων στην παραγωγή βιομηχανικών ορυκτών έναντι των μεταλλευμάτων και γίνεται στροφή προς αυτή την κατεύθυνση.Παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές μεταλλευτικές επιχειρήσεις, προωθούν τη δραστηριότητά τους στον τομέα της έρευνας και της τεχνολογίας για την αύξηση της παραγωγής και των εξαγωγών τους με έκδηλα όμως τα σημάδια της ύφεσης που πλήττει τον κλάδο, πάνω σ΄ αυτές του τις προσπάθειες.

Με την έλευση του 21ου αιώνα, η αύξηση της ζήτησης των πρώτων υλών στις παγκόσμιες αγορές, η οικονομική ανάκαμψη των αναπτυγμένων χωρών αλλά προπαντός οι μεγάλοι ρυθμοί ανάπτυξης της Κίνας, της Ινδίας και άλλων Ασιατικών χωρών, επαναφέρουν στο προσκήνιο εντονότερα από ποτέ τη στρατηγική σημασία των ορυκτών πρώτων υλών. Η ραγδαία αύξηση που παρατηρείται μέχρι και το 2008 σε ζήτηση ενέργειας και βασικών μετάλλων (σίδηρος, χαλκός, νικέλιο, αλουμίνιο κ.α.) αλλά και οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας (2004) με μεγάλα κατασκευαστικά έργα αλλά και άνθηση των οικοδομικών δραστηριοτήτων, οδήγησαν σε σημαντική ανάκαμψη τον εξορυκτικό τομέα.

Το 2009, η Ελληνική Οικονομία εισήλθε σε ύφεση ακολουθώντας τη διεθνή τάση. Οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν τόσο στην Ελληνική, όσο και στη διεθνή οικονομία επηρέασαν σημαντικά το εμπόριο των μεταλλευτικών-μεταλλουργικών προϊόντων που σε συνδυασμό με την καθίζηση του κατασκευαστικού κλάδου στο εσωτερικό, οδήγησαν σε μείωση της δραστηριότητας του κλάδου στην χώρα μας.

Βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής είναι η ύφεση στο εσωτερικό λόγω έντονης εγχώριας κρίσης στον οικοδομικό-κατασκευαστικό τομέα, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη στις αγορές εξωτερικού, με αποτέλεσμα οι εξαγωγικές δραστηριότητες της ελληνικής εξορυκτικής βιομηχανίας, σε πρώτες ύλες και μεταλλεύματα να παρουσιάσουν σύντομα σημαντική ανάκαμψη, επιστρέφοντας στα προ της διεθνούς κρίσης επίπεδα, ενώ οι δραστηριότητες που απευθύνονται στην εγχώρια αγορά, να διατηρούνται με πολύ μεγάλη δυσκολία.

Επίσης χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι η σημαντική αύξηση των εξαγωγών των μαρμαρικών προϊόντων[5], ειδικότερα προς τις αγορές της Κίνας-Ασίας, γεγονός που χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη σημειολογία [6].

[1] «Ο πρώτος περί μεταλλείων νόμος του 1861».